πρωί: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84
(35)
 
(1b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πρωΐ]] ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>χρον.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[πριν]] από την [[ανατολή]] του ηλίου ή [[αμέσως]] [[μετά]] από αυτήν<br /><b>2.</b> [[κατά]] το [[διάστημα]] της ημέρας που μεσολαβεί από την [[αυγή]] ώς το [[μεσημέρι]]<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]] ως ουσ.) <i>το [[πρωί]] ή <i>τo [[πρωΐ]]<br />ο [[χρόνος]] [[γύρω]] από την [[ανατολή]] του ηλίου, η [[πρωία]] (α. «έφυγε το [[πρωί]]» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ [[πρωί]] εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρωί]] [[πρωί]]» — [[κατά]] τα χαράματα, πολύ [[πρωί]], πολύ [[νωρίς]]<br />β) «από το [[πρωί]] ώς το [[βράδυ]]» — σε όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br />γ) «από το [[βράδυ]] ώς το [[πρωί]]» — σε όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, όλη τη [[νύχτα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο που δεν είδε το [[πρωί]], ούτ' όλη την [[ημέρα]]» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε [[κατά]] τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει [[ποτέ]]<br />β) «η καλή [[μέρα]] φαίνεται από το [[πρωί]]» — η καλή [[αρχή]] προοιωνίζεται και καλό [[τέλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νωρίς]], έγκαιρα ή [[γρήγορα]] («[[πρωί]] [[μάλα]] σπεύδων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[νωρίς]] («πρῴ γε στενάζεις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[πρωί]] έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. <i>πρώ</i>, που ανάγεται στην [[πρόθεση]] <i>πρό</i> με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά [[προς]] τα <i>ἦρι</i>, [[πέρυσι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πρώην]])].
|mltxt=[[πρωΐ]] ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>χρον.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[πριν]] από την [[ανατολή]] του ηλίου ή [[αμέσως]] [[μετά]] από αυτήν<br /><b>2.</b> [[κατά]] το [[διάστημα]] της ημέρας που μεσολαβεί από την [[αυγή]] ώς το [[μεσημέρι]]<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]] ως ουσ.) <i>το [[πρωί]] ή <i>τo [[πρωΐ]]<br />ο [[χρόνος]] [[γύρω]] από την [[ανατολή]] του ηλίου, η [[πρωία]] (α. «έφυγε το [[πρωί]]» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ [[πρωί]] εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρωί]] [[πρωί]]» — [[κατά]] τα χαράματα, πολύ [[πρωί]], πολύ [[νωρίς]]<br />β) «από το [[πρωί]] ώς το [[βράδυ]]» — σε όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br />γ) «από το [[βράδυ]] ώς το [[πρωί]]» — σε όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, όλη τη [[νύχτα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο που δεν είδε το [[πρωί]], ούτ' όλη την [[ημέρα]]» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε [[κατά]] τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει [[ποτέ]]<br />β) «η καλή [[μέρα]] φαίνεται από το [[πρωί]]» — η καλή [[αρχή]] προοιωνίζεται και καλό [[τέλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νωρίς]], έγκαιρα ή [[γρήγορα]] («[[πρωί]] [[μάλα]] σπεύδων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[νωρίς]] («πρῴ γε στενάζεις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[πρωί]] έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. <i>πρώ</i>, που ανάγεται στην [[πρόθεση]] <i>πρό</i> με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά [[προς]] τα <i>ἦρι</i>, [[πέρυσι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πρώην]])].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[πρό]<br /><b class="num">1.</b> [[early]] in the day, [[early]], at [[morn]], Il.; c. gen., [[πρωὶ]] ἔτι τῆς ἡμέρης Hdt.; ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρῷ Xen.; πρῷ τῇ ὑστεραίᾳ [[early]] [[next]] [[morning]], Xen.; ἅμα πρωί, ἀπὸ πρωί NTest.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], [[betimes]], [[early]], in [[good]] [[time]], Lat. [[mature]], [[tempestive]], Hes., Ar., etc.; c. gen., πρῲ τῆς ὥρας Thuc.<br /><b class="num">3.</b> = πρὸ καιροῦ, too [[soon]], too [[early]], πρῷ γε στενάζεις Aesch.; πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc. —πρωί takes its degrees of [[comparison]] from its deriv. adj. [[πρώιος]], comp. πρωιαίτερον, Sup. πρωιαίτατα, [[attic]] [[πρῳαίτερον]], πρῳαίτατα, Thuc., etc.
}}
}}

Revision as of 00:35, 10 January 2019

Greek Monolingual

πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α
επίρρ. χρον.
1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν
2. κατά το διάστημα της ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι
3. (με άρθρο ως ουσ.) το πρωί ή τo πρωΐ
ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου, η πρωία (α. «έφυγε το πρωί» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ πρωί εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «πρωί πρωί» — κατά τα χαράματα, πολύ πρωί, πολύ νωρίς
β) «από το πρωί ώς το βράδυ» — σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
γ) «από το βράδυ ώς το πρωί» — σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, όλη τη νύχτα
2. παροιμ. α) «ο που δεν είδε το πρωί, ούτ' όλη την ημέρα» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε κατά τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει ποτέ
β) «η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί» — η καλή αρχή προοιωνίζεται και καλό τέλος
αρχ.
1. νωρίς, έγκαιρα ή γρήγοραπρωί μάλα σπεύδων», Ησίοδ.)
2. πάρα πολύ νωρίς («πρῴ γε στενάζεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρωί έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην πρόθεση πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά προς τα ἦρι, πέρυσι (βλ. και λ. πρώην)].

Middle Liddell

[πρό]
1. early in the day, early, at morn, Il.; c. gen., πρωὶ ἔτι τῆς ἡμέρης Hdt.; ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρῷ Xen.; πρῷ τῇ ὑστεραίᾳ early next morning, Xen.; ἅμα πρωί, ἀπὸ πρωί NTest.
2. generally, betimes, early, in good time, Lat. mature, tempestive, Hes., Ar., etc.; c. gen., πρῲ τῆς ὥρας Thuc.
3. = πρὸ καιροῦ, too soon, too early, πρῷ γε στενάζεις Aesch.; πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc. —πρωί takes its degrees of comparison from its deriv. adj. πρώιος, comp. πρωιαίτερον, Sup. πρωιαίτατα, attic πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, Thuc., etc.