πύρα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(35) |
m (Text replacement - "νοῡς " to "νοῦς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜ<br /><b>μτφ.</b> το ερωτικό [[πάθος]] («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ | |mltxt=η, ΝΜ<br /><b>μτφ.</b> το ερωτικό [[πάθος]] («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῦς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ακτινοβολία]] της θερμότητας της φωτιάς, [[πυράδα]]<br /><b>2.</b> [[φλόγωση]] ασθενούς μέλους του σώματος ή [[ερεθισμός]] πληγής<br /><b>3.</b> η [[θερμότητα]] που οφείλεται στον [[παραπάνω]] ερεθισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>πυρῶ</i> / [[πυρώνω]] (<b>πρβλ.</b> [[κάψα]]: [[καψώνω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:05, 27 March 2021
Greek Monolingual
η, ΝΜ
μτφ. το ερωτικό πάθος («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῦς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. η ακτινοβολία της θερμότητας της φωτιάς, πυράδα
2. φλόγωση ασθενούς μέλους του σώματος ή ερεθισμός πληγής
3. η θερμότητα που οφείλεται στον παραπάνω ερεθισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. πυρῶ / πυρώνω (πρβλ. κάψα: καψώνω)].