σκῦρος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(37)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκύρος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]] λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, [[σκύρο]], [[χαλίκι]]<br /><b>2.</b> η κεντρική [[γραμμή]] στο [[παιχνίδι]] [[επίσκυρος]]. [[διότι]] επισημαινόταν με μικρούς λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. <i>skiaurė</i> «μικρή διάτρητη [[κύστη]]», <i>kiauras</i>«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. <i>scora</i> «[[φτυάρι]]», αρχ. ινδ. <i>skauti</i> «[[ταράζω]], [[ενοχλώ]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με τη συνώνυμη [[σκῖρος]] «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] του τ. με το [[τοπωνύμιο]] <i>Σκῦρος</i>].
|mltxt=και [[σκύρος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]] λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, [[σκύρο]], [[χαλίκι]]<br /><b>2.</b> η κεντρική [[γραμμή]] στο [[παιχνίδι]] [[επίσκυρος]]. [[διότι]] επισημαινόταν με μικρούς λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. <i>skiaurė</i> «μικρή διάτρητη [[κύστη]]», <i>kiauras</i>«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. <i>scora</i> «[[φτυάρι]]», αρχ. ινδ. <i>skauti</i> «[[ταράζω]], [[ενοχλώ]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με τη συνώνυμη [[σκῖρος]] «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] του τ. με το [[τοπωνύμιο]] <i>Σκῦρος</i>].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">stone-chippings, rubble</b> (Epid. IVa, H., Poll., Sch. Pi.).<br />Derivatives: <b class="b3">σκυρωτὰ ὁδός</b> <b class="b2">road paved with σ.</b> (Pi. P. 5, 93), <b class="b3">τὰ σκυρω[τά</b>] n. pl. (Delos IIIa), <b class="b3">σκυρωθῶσι λιθωθῶσιν</b> H. (Hp.?), <b class="b3">σκυρώδης</b> <b class="b2">consisting of σ.</b> (Eust.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Technical word without etymology. Hypothetic combinations by Persson Beitr. 1, 374ff. (s. Bq, WP. 2, 552, Pok. 954): to Lith. <b class="b2">skiaurė̃</b> <b class="b2">small fish-case with holes</b>, <b class="b2">kiáuras</b> <b class="b2">with holes</b>, Germ., e.g. OHG [[scora]] [[shovel]], OWNo. [[skora]] [[scour]], [[scrubb]], Skt. [[skauti]] [[disturb]], [[browse]], [[poke]](?; meaning quite uncertain) etc. -- Here also the island-name <b class="b3">Σκῦρος</b> (after the marble-quarries) ? Cf. Fredrich P.-W. 2, 3, 690 w. lit. -- Furnée 366 takes <b class="b3">σκῖρος</b> as variant, and concludes that the word is Pre-Greek.
}}
}}

Revision as of 06:40, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῦρος Medium diacritics: σκῦρος Low diacritics: σκύρος Capitals: ΣΚΥΡΟΣ
Transliteration A: skŷros Transliteration B: skyros Transliteration C: skyros Beta Code: sku=ros

English (LSJ)

ὁ,= λατύπη,

   A chippings of stone, used as road-metal, IG42 (1).102.27 (Epid., iv B.C.), Sch.Pi.P.5.124, Hsch., cf. Poll.9.104; cf. σκῖρος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
éclat, morceau de pierre.
Étymologie: DELG rien de sûr ; l’étym. pop. le rattache à σκῖρος.

Greek Monolingual

και σκύρος, ὁ, Α
1. μικρό κομμάτι λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, σκύρο, χαλίκι
2. η κεντρική γραμμή στο παιχνίδι επίσκυρος. διότι επισημαινόταν με μικρούς λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. skiaurė «μικρή διάτρητη κύστη», kiauras«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. scora «φτυάρι», αρχ. ινδ. skauti «ταράζω, ενοχλώ». Η σύνδεση της λ. με τη συνώνυμη σκῖρος «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του τ. με το τοπωνύμιο Σκῦρος].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: stone-chippings, rubble (Epid. IVa, H., Poll., Sch. Pi.).
Derivatives: σκυρωτὰ ὁδός road paved with σ. (Pi. P. 5, 93), τὰ σκυρω[τά] n. pl. (Delos IIIa), σκυρωθῶσι λιθωθῶσιν H. (Hp.?), σκυρώδης consisting of σ. (Eust.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without etymology. Hypothetic combinations by Persson Beitr. 1, 374ff. (s. Bq, WP. 2, 552, Pok. 954): to Lith. skiaurė̃ small fish-case with holes, kiáuras with holes, Germ., e.g. OHG scora shovel, OWNo. skora scour, scrubb, Skt. skauti disturb, browse, poke(?; meaning quite uncertain) etc. -- Here also the island-name Σκῦρος (after the marble-quarries) ? Cf. Fredrich P.-W. 2, 3, 690 w. lit. -- Furnée 366 takes σκῖρος as variant, and concludes that the word is Pre-Greek.