στήσιμο: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[στήνω]], η [[τοποθέτηση]] ενός πράγματος σε κατακόρυφη, σε όρθια [[θέση]]<br /><b>2.</b> [[ίδρυση]], [[θεμελίωση]]<br /><b>3.</b> [[προπαρασκευή]], [[ετοιμασία]], [[διοργάνωση]] («[[στήσιμο]] παράστασης»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[μηχανή]]) [[συναρμολόγηση]]<br /><b>5.</b> φροντισμένη [[στάση]] που παίρνει [[κανείς]] προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμεύσει ως [[μοντέλο]] ζωγράφου ή γλύπτη ή για να προκαλέσει [[εντύπωση]], [[πόζα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[αναμονή]] [[μεγάλης]] διάρκειας σε προκαθορισμένη [[συνάντηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έστησα</i>, αόρ. του [[στήνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ., -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέσ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[στήνω]], η [[τοποθέτηση]] ενός πράγματος σε κατακόρυφη, σε όρθια [[θέση]]<br /><b>2.</b> [[ίδρυση]], [[θεμελίωση]]<br /><b>3.</b> [[προπαρασκευή]], [[ετοιμασία]], [[διοργάνωση]] («[[στήσιμο]] παράστασης»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[μηχανή]]) [[συναρμολόγηση]]<br /><b>5.</b> φροντισμένη [[στάση]] που παίρνει [[κανείς]] προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμεύσει ως [[μοντέλο]] ζωγράφου ή γλύπτη ή για να προκαλέσει [[εντύπωση]], [[πόζα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[αναμονή]] [[μεγάλης]] διάρκειας σε προκαθορισμένη [[συνάντηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έστησα</i>, αόρ. του [[στήνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ., -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[δέσιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στήνω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε κατακόρυφη, σε όρθια θέση
2. ίδρυση, θεμελίωση
3. προπαρασκευή, ετοιμασία, διοργάνωσηστήσιμο παράστασης»)
4. (σχετικά με μηχανή) συναρμολόγηση
5. φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμεύσει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη ή για να προκαλέσει εντύπωση, πόζα
6. μτφ. αναμονή μεγάλης διάρκειας σε προκαθορισμένη συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έστησα, αόρ. του στήνω + κατάλ., -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].