στυγνάζω: Difference between revisions
Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...
(39) |
(39) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist participle στυγνάσας; ([[στυγνός]] [[sombre]], [[gloomy]]); to be [[sad]], to be [[sorrowful]]: [[properly]], [[ἐπί]] τίνι (R. V. his [[countenance]] [[fell]] at etc.), A. V. to be [[towering]]), T brackets WH [[reject]] the [[passage]]). (Schol. on [[Aeschylus]] Pers. 470; the Sept. [[thrice]] for שָׁמֵן, to be amazed, astonished, [[ἐπί]] τινα, [[στυγνότης]], of the gloominess of the [[sky]], [[Polybius]] 4,21, 1.) | |txtha=1st aorist participle στυγνάσας; ([[στυγνός]] [[sombre]], [[gloomy]]); to be [[sad]], to be [[sorrowful]]: [[properly]], [[ἐπί]] τίνι (R. V. his [[countenance]] [[fell]] at etc.), A. V. to be [[towering]]), T brackets WH [[reject]] the [[passage]]). (Schol. on [[Aeschylus]] Pers. 470; the Sept. [[thrice]] for שָׁמֵן, to be amazed, astonished, [[ἐπί]] τινα, [[στυγνότης]], of the gloominess of the [[sky]], [[Polybius]] 4,21, 1.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[στυγνός]]<br />[[είμαι]] ή [[φαίνομαι]] [[λυπημένος]], [[κατηφής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για τον ουρανό) [[είμαι]] [[συννεφιασμένος]] και [[προμηνύω]] [[θύελλα]] («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ [[οὐρανός]]», ΚΔ). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[στυγνός]]<br />[[είμαι]] ή [[φαίνομαι]] [[λυπημένος]], [[κατηφής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για τον ουρανό) [[είμαι]] [[συννεφιασμένος]] και [[προμηνύω]] [[θύελλα]] («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ [[οὐρανός]]», ΚΔ). | |mltxt=ΜΑ [[στυγνός]]<br />[[είμαι]] ή [[φαίνομαι]] [[λυπημένος]], [[κατηφής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για τον ουρανό) [[είμαι]] [[συννεφιασμένος]] και [[προμηνύω]] [[θύελλα]] («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ [[οὐρανός]]», ΚΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
(στυγνός)
A to have a gloomy, lowering look, ἐπὶ τῷ λόγῳ Ev.Marc.10.22: abs., PMag.Leid.W.5.5, Steph.in Hp.2.514D.; of threatening weather, Ev.Matt.16.3.
German (Pape)
[Seite 958] traurig od. betrübt sein. traurig, finster aussehen. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
στυγνάζω: μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ πρόσωπον Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. στυγνότης.
French (Bailly abrégé)
1 être d’humeur sombre;
2 avoir l’air sombre ; fig. στυγνάζει ὁ οὐρανός le ciel est sombre, menaçant.
Étymologie: στυγνός.
English (Strong)
from the same as στυγνητός; to render gloomy, i.e. (by implication) glower (be overcast with clouds, or sombreness of speech): lower, be sad.
English (Thayer)
1st aorist participle στυγνάσας; (στυγνός sombre, gloomy); to be sad, to be sorrowful: properly, ἐπί τίνι (R. V. his countenance fell at etc.), A. V. to be towering), T brackets WH reject the passage). (Schol. on Aeschylus Pers. 470; the Sept. thrice for שָׁמֵן, to be amazed, astonished, ἐπί τινα, στυγνότης, of the gloominess of the sky, Polybius 4,21, 1.)
Greek Monolingual
ΜΑ στυγνός
είμαι ή φαίνομαι λυπημένος, κατηφής
αρχ.
μτφ. (για τον ουρανό) είμαι συννεφιασμένος και προμηνύω θύελλα («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ).
Greek Monolingual
ΜΑ στυγνός
είμαι ή φαίνομαι λυπημένος, κατηφής
αρχ.
μτφ. (για τον ουρανό) είμαι συννεφιασμένος και προμηνύω θύελλα («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ).