σύναμμα: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />nœud.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
|btext=ατος (τό) :<br />nœud.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συνάπτω]]<br />[[σύνδεσμος]], [[δεσμός]], [[κόμπος]] («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς [[ὥσπερ]] [[σύναμμα]] ἰσχυρὸν συνδεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[ένωση]] δύο σχοινιών με τα [[άκρα]] τους<br /><b>2.</b> [[πρόχειρο]] [[δέσιμο]] δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. [[μάτισμα]] με καντηλίτσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγλιο]] («οὐχ [[ὥσπερ]] τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις [[εἶναι]] [[σύναμμα]] πολλῶν ὀρχῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ συναμμάτων» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συνάπτω]]<br />[[σύνδεσμος]], [[δεσμός]], [[κόμπος]] («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς [[ὥσπερ]] [[σύναμμα]] ἰσχυρὸν συνδεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[ένωση]] δύο σχοινιών με τα [[άκρα]] τους<br /><b>2.</b> [[πρόχειρο]] [[δέσιμο]] δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. [[μάτισμα]] με καντηλίτσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγλιο]] («οὐχ [[ὥσπερ]] τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις [[εἶναι]] [[σύναμμα]] πολλῶν ὀρχῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ συναμμάτων» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συνάπτω]]<br />[[σύνδεσμος]], [[δεσμός]], [[κόμπος]] («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς [[ὥσπερ]] [[σύναμμα]] ἰσχυρὸν συνδεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[ένωση]] δύο σχοινιών με τα [[άκρα]] τους<br /><b>2.</b> [[πρόχειρο]] [[δέσιμο]] δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. [[μάτισμα]] με καντηλίτσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγλιο]] («οὐχ [[ὥσπερ]] τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις [[εἶναι]] [[σύναμμα]] πολλῶν ὀρχῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ συναμμάτων» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου.
}}
}}

Revision as of 12:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναμμα Medium diacritics: σύναμμα Low diacritics: σύναμμα Capitals: ΣΥΝΑΜΜΑ
Transliteration A: sýnamma Transliteration B: synamma Transliteration C: synamma Beta Code: su/namma

English (LSJ)

ατος, τό, (συνάπτω)

   A clamp, Arist.PA687b15; ganglion, knot, Id.GA788a10.    II περὶ συναμμάτων dub.sens.in title of work by Chrysipp., D.L.7.191.

German (Pape)

[Seite 999] τό, Verbindung mehrerer Dinge, Knoten; Arist. partt. an. 4, 10; Plut. Alex. 18.

Greek (Liddell-Scott)

σύναμμα: τό, (συνάπτω) συνένωσις, σύνδεσμος, δεσμός, κόμβος, εἰ μέλλει ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορίων 4. 10, 26, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 22.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nœud.
Étymologie: συνάπτω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνάπτω
σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῑν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ναυτ.
1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους
2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με καντηλίτσες
αρχ.
1. γάγγλιο («οὐχ ὥσπερ τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις εἶναι σύναμμα πολλῶν ὀρχῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «Περὶ συναμμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνάπτω
σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῑν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ναυτ.
1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους
2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με καντηλίτσες
αρχ.
1. γάγγλιο («οὐχ ὥσπερ τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις εἶναι σύναμμα πολλῶν ὀρχῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «Περὶ συναμμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.