στωμυλία: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ και [[στομυλία]] Α [[στωμύλος]]<br /><b>1.</b> [[ευχερής]] και ευχάριστη [[πολυλογία]]<br /><b>2.</b> [[ευφράδεια]], [[ευγλωττία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλυαρία]], [[φληνάφημα]]. | |mltxt=η, ΝΑ και [[στομυλία]] Α [[στωμύλος]]<br /><b>1.</b> [[ευχερής]] και ευχάριστη [[πολυλογία]]<br /><b>2.</b> [[ευφράδεια]], [[ευγλωττία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλυαρία]], [[φληνάφημα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στωμῠλία:''' ἡ, [[πολυλογία]], [[ομιλία]] για ασήμαντα πράγματα, [[φλυαρία]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A wordiness, Ar.Ra.1069, Plb.9.20.6; persiflage, small talk, AP7.222 (Phld.); σ. Ἀττική Stesimbr.4 J.
German (Pape)
[Seite 960] ἡ, Geschwätzigkeit, Plauderhaftigkeit; Ar. Ran. 1067; φιλοπαίγμων, Philodem. 31 (XII, 222); u. in späterer Prosa, wie Pol. 9, 20, 6, Alciphr. 3, 70.
Greek (Liddell-Scott)
στωμῠλία: ἡ, εὐτραπελολογία, πολυλογία, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1069, Πολύβ. 9. 20, 6· ὁμιλία ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, φληνάφημα, μωρολογία, Ἀνθ. Π. 7. 222· στ. Ἀττικὴ Πλουτ. Κίμ. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
babil, bavardage.
Étymologie: στωμύλος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ και στομυλία Α στωμύλος
1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία
2. ευφράδεια, ευγλωττία
αρχ.
φλυαρία, φληνάφημα.
Greek Monolingual
η, ΝΑ και στομυλία Α στωμύλος
1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία
2. ευφράδεια, ευγλωττία
αρχ.
φλυαρία, φληνάφημα.
Greek Monotonic
στωμῠλία: ἡ, πολυλογία, ομιλία για ασήμαντα πράγματα, φλυαρία, σε Ανθ.