σύμμορφος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμμορφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σύμμορφη [[απεικόνιση]]»<br /><b>μαθημ.</b> μια [[απεικόνιση]] η οποία διατηρεί τις γωνίες<br /><b>μσν.</b><br />[[σύμφωνος]] ή [[ταιριαστός]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[μορφή]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[παρόμοιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σύμμορφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σύμμορφη [[απεικόνιση]]»<br /><b>μαθημ.</b> μια [[απεικόνιση]] η οποία διατηρεί τις γωνίες<br /><b>μσν.</b><br />[[σύμφωνος]] ή [[ταιριαστός]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[μορφή]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[παρόμοιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που παρουσιάζει [[ομοιομορφία]] με, [[ομοιόσχημος]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμορφος Medium diacritics: σύμμορφος Low diacritics: σύμμορφος Capitals: ΣΥΜΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: sýmmorphos Transliteration B: symmorphos Transliteration C: symmorfos Beta Code: su/mmorfos

English (LSJ)

ον,

   A of the same shape as, τινι Nic.Th.321, cf. Ep.Phil.3.21; τινος Ep.Rom. 8.29: abs., similar, Luc.Am.39.

German (Pape)

[Seite 983] von gleicher, ähnlicher Gestalt, der Gestalt nach ähnlich, τινί; Nic. Ther. 321; Luc. amor. 29.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμορφος: -ον, ὁμοιόμορφος πρός τινα, Νικ. Θηρ. 321, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 21· τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 29· ἀπολ., ὅμοις, παρόμοιος, Λουκ. Ἔρωτ. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de même forme que, conforme à, τινι.
Étymologie: σύν, μορφή.

English (Strong)

from σύν and μορφή; jointly formed, i.e. (figuratively) similar: conformed to, fashioned like unto.

English (Thayer)

σύμμορφον (σύν and μορφή) having the same form as another (cf. σύν, II:1) (Vulg. conformis, configuratus); similar, conformed to (Lucian, amor. 39): τίνος (cf. Matthiae, § 379, p. 864; (Winer s Grammar, 195 (184); Buttmann, § 132,23)), εἰκών, a.); τίνι (Nicander, th. 321), Tdf. συνμορφος); cf. Winer's Grammar, 624 (580)).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμμορφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «σύμμορφη απεικόνιση»
μαθημ. μια απεικόνιση η οποία διατηρεί τις γωνίες
μσν.
σύμφωνος ή ταιριαστός με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον
2. παρόμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ἔμ-μορφος].

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμμορφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «σύμμορφη απεικόνιση»
μαθημ. μια απεικόνιση η οποία διατηρεί τις γωνίες
μσν.
σύμφωνος ή ταιριαστός με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον
2. παρόμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ἔμ-μορφος].

Greek Monotonic

σύμμορφος: -ον (μορφή), αυτός που παρουσιάζει ομοιομορφία με, ομοιόσχημος, με γεν., σε Καινή Διαθήκη