σύναγμα: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(39)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συνάγω]]<br />[[συνάθροιση]], [[συσσώρευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(πετρογρ.)</b> [[αδρομερής]] [[χαλικώδης]] [[άμμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο [[κύστη]] ή στα νεφρά.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συνάγω]]<br />[[συνάθροιση]], [[συσσώρευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(πετρογρ.)</b> [[αδρομερής]] [[χαλικώδης]] [[άμμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο [[κύστη]] ή στα νεφρά.
}}
{{elnl
|elnltext=σύναγμα -ατος, τό [συνάγω] sedimentatie, vorming van bezinksel.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναγμα Medium diacritics: σύναγμα Low diacritics: σύναγμα Capitals: ΣΥΝΑΓΜΑ
Transliteration A: sýnagma Transliteration B: synagma Transliteration C: synagma Beta Code: su/nagma

English (LSJ)

ατος, τό, (συνάγω)

   A collection, concretion, such as stone or gravel in the kidneys, Hp.Epid.6.3.7.    2 v.l. for σύνθεμα in LXX Ec.12.11 cod.A.

German (Pape)

[Seite 995] τό, das Zusammengeführte, -gebrachte, Verbundene. Auch der Niederschlag, Bodensatz, bes. bei den Medic. der Nierenstein, das Nierengries.

Greek (Liddell-Scott)

σύναγμα: τό, (συνάγω) τὸ συναγόμενον ἐν τῇ κύστει ἢ ἐν τοῖς νεφροῖς ἀμμῶδες ὑλικόν, ὑποστάθμη, «σύναγμα, ἤτοι ἐπίπαγός τις ἢ ἐναιώρημαὑπόστασιςπῶρος» Γαλην. τῶν Ἱππ. γλωσσῶν ἐξήγησις 572, Ἱππ. 1175C, 1230D· συνάθροισις, σ. στρατοῦ Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒϳ, 11, ἐν τῷ Ἀλεξ. κώδ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνάγω
συνάθροιση, συσσώρευση
νεοελλ.
(πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμος
αρχ.
το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνάγω
συνάθροιση, συσσώρευση
νεοελλ.
(πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμος
αρχ.
το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύναγμα -ατος, τό [συνάγω] sedimentatie, vorming van bezinksel.