συνάορος: Difference between revisions
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
(39) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συνήορος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συνήορος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνάορος:''' -ον, Δωρ. και Αττ. αντί [[συνήορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:13, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. συνήορος.
German (Pape)
[Seite 1001] dor. statt συνήορος (w. m. vgl.), zusammengespannt, verbunden; bes. von der Ehe, substant., ὁ, ἡ, der Gatte, die Gemahlinn, νύμφας ἔθηκεν ὀρφανὰς ξυναόρων, Eur. Or. 1, 136; ὦ ξυνάορ' ἀθλιωτάτη, Phoen. 1689, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συνάορος: -ον, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ συνήορος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
uni à, qui accompagne, τινι ; ὁ ξυνάορος époux EUR ; ἡ ξυνάορος épouse EUR.
Étymologie: συναείρω.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.
English (Slater)
συνᾱορος, ξυνᾱορος
1 accompanying c. dat. εὐλογία φόρμιγγι συνάορος (N. 4.5) μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνήορος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνήορος.
Greek Monotonic
συνάορος: -ον, Δωρ. και Αττ. αντί συνήορος.