συνδιαβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[διαβάλλω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον ή [[διαβάλλω]] κάποιον από κοινού με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με [[περιοχή]] ξηράς ή θάλασσας) [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]] ή δαπλέω [[μαζί]] με άλλον («[τὰ πλοῑα] [[πάντα]] ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαβάλλω]] «[[διαπερνώ]], [[διαβαίνω]], [[συκοφαντώ]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[διαβάλλω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον ή [[διαβάλλω]] κάποιον από κοινού με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με [[περιοχή]] ξηράς ή θάλασσας) [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]] ή δαπλέω [[μαζί]] με άλλον («[τὰ πλοῑα] [[πάντα]] ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαβάλλω]] «[[διαπερνώ]], [[διαβαίνω]], [[συκοφαντώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διαβιβάζω]], [[μεταφέρω]] από κοινού μέσω κάποιου· απόλ., Λατ. [[una]] trajicere, [[συνδιαβάλλω]] τὸν κόλπον, [[διασχίζω]] τον [[κόλπο]] μαζί με, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατηγορώ]], [[διαβάλλω]], [[συκοφαντώ]] από κοινού, σε Δημ. — Παθ., διαβάλλομαι, συκοφαντούμαι, κατηγορούμαι μαζί με, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαβάλλω Medium diacritics: συνδιαβάλλω Low diacritics: συνδιαβάλλω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: syndiabállō Transliteration B: syndiaballō Transliteration C: syndiavallo Beta Code: sundiaba/llw

English (LSJ)

   A cross together, πάντα [τὰ πλοῖα] ξυνδιέβαλλε τὸν κόλπον Th.6.44.    II accuse along with, D.61.12:—Pass., to be accused together, Th.6.61, Lys.12.93, D.39.19.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. βάλλω), mit od. zugleich übersetzen; – mit verleumden, anklagen, Thuc. 6, 44. 61; pass., Lys. 12, 93; συνδιαβάλλομαι οὐδὲν αἴτιος ὤν, Dem. 39, 19; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαβάλλω: μεταφέρω, διαβιβάζω διὰ μέσου τινὸς ὁμοῦ· καὶ ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον, διέρχομαι τὸν κόλπον ὁμοῦ, Θουκ. 6. 44. ΙΙ. κατηγορῶ, διαβάλλω, συκοφαντῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1404, ἐν τέλ. ― Παθ., συνδιαβάλλομαι, Θουκ. 6. 61, Λυσί. 128. 40, Δημ. 1000. 1.

French (Bailly abrégé)

1 franchir ensemble;
2 calomnier, décrier ou accuser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβάλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ
διαβάλλω κάποιον μαζί με άλλον ή διαβάλλω κάποιον από κοινού με άλλον
αρχ.
(σχετικά με περιοχή ξηράς ή θάλασσας) διέρχομαι, διασχίζω ή δαπλέω μαζί με άλλον («[τὰ πλοῑα] πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαβάλλω «διαπερνώ, διαβαίνω, συκοφαντώ»].

Greek Monolingual

ΜΑ
διαβάλλω κάποιον μαζί με άλλον ή διαβάλλω κάποιον από κοινού με άλλον
αρχ.
(σχετικά με περιοχή ξηράς ή θάλασσας) διέρχομαι, διασχίζω ή δαπλέω μαζί με άλλον («[τὰ πλοῑα] πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαβάλλω «διαπερνώ, διαβαίνω, συκοφαντώ»].

Greek Monotonic

συνδιαβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
I. διαβιβάζω, μεταφέρω από κοινού μέσω κάποιου· απόλ., Λατ. una trajicere, συνδιαβάλλω τὸν κόλπον, διασχίζω τον κόλπο μαζί με, σε Θουκ.
II. κατηγορώ, διαβάλλω, συκοφαντώ από κοινού, σε Δημ. — Παθ., διαβάλλομαι, συκοφαντούμαι, κατηγορούμαι μαζί με, σε Θουκ.