φθίση: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(45)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φθίσις]], -εως, ΝΜΑ, και φτίση Ν<br /><b>1.</b> σταδιακή [[ελάττωση]], βαθμιαία [[μείωση]], βαθμιαία [[εξαφάνιση]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ατροφία]], [[αδυνάτισμα]]<br /><b>3.</b> [[φυματίωση]] τών πνευμόνων, [[χτικιό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νωτιάδα]] [[φθίση]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[νωτιάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σελήνη]]) η [[χάση]]<br /><b>2.</b> [[συστολή]] της κόρης τών ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθῐ</i>- του ρ. [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. <i>ksi</i>-<i>ti</i>- «[[εξαφάνιση]], [[καταστροφή]]», ενώ η [[σύνδεση]] του λατ. <i>sitis</i> «[[δίψα]]» με την [[οικογένεια]] αυτή παραμένει αβέβαιη (<b>βλ.</b> και λ. [[φθίνω]])].
|mltxt=η / [[φθίσις]], φθίσεως, ΝΜΑ, και φτίση Ν<br /><b>1.</b> σταδιακή [[ελάττωση]], βαθμιαία [[μείωση]], βαθμιαία [[εξαφάνιση]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ατροφία]], [[αδυνάτισμα]]<br /><b>3.</b> [[φυματίωση]] τών πνευμόνων, [[χτικιό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νωτιάδα]] [[φθίση]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[νωτιάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σελήνη]]) η [[χάση]]<br /><b>2.</b> [[συστολή]] της κόρης τών ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθῐ</i>- του ρ. [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. <i>ksi</i>-<i>ti</i>- «[[εξαφάνιση]], [[καταστροφή]]», ενώ η [[σύνδεση]] του λατ. <i>sitis</i> «[[δίψα]]» με την [[οικογένεια]] αυτή παραμένει αβέβαιη (<b>βλ.</b> και λ. [[φθίνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:07, 24 March 2024

Greek Monolingual

η / φθίσις, φθίσεως, ΝΜΑ, και φτίση Ν
1. σταδιακή ελάττωση, βαθμιαία μείωση, βαθμιαία εξαφάνιση
2. (για πρόσ.) ατροφία, αδυνάτισμα
3. φυματίωση τών πνευμόνων, χτικιό
νεοελλ.
φρ. «νωτιάδα φθίση»
ιατρ. βλ. νωτιάδα
αρχ.
1. (για τη σελήνη) η χάση
2. συστολή της κόρης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐ- του ρ. φθίνω + κατάλ. -σις. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. ksi-ti- «εξαφάνιση, καταστροφή», ενώ η σύνδεση του λατ. sitis «δίψα» με την οικογένεια αυτή παραμένει αβέβαιη (βλ. και λ. φθίνω)].