τροφαλίς: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και τροφαλλίς και μτγν. τ. [[τρυφαλίς]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> τραφαλλίς, -[[ίδος]], ἡ, Α<br />νωπό, [[φρέσκο]] [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] / [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] ἐνθημα -<i>αλ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροπ</i>-<i>αλ</i>-<i>ίς</i>). Ο τ. <i>τροφαλλίς</i> με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-, ενώ ο τ. [[τρυφαλίς]] με παρετυμολ. [[επίδραση]] του [[τρυφή]].
|mltxt=και τροφαλλίς και μτγν. τ. [[τρυφαλίς]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> τραφαλλίς, -[[ίδος]], ἡ, Α<br />νωπό, [[φρέσκο]] [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] / [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] ἐνθημα -<i>αλ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροπ</i>-<i>αλ</i>-<i>ίς</i>). Ο τ. <i>τροφαλλίς</i> με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-, ενώ ο τ. [[τρυφαλίς]] με παρετυμολ. [[επίδραση]] του [[τρυφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τροφᾱλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[τρέφω]] I), [[κομμάτι]] τυριού, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφαλίς Medium diacritics: τροφαλίς Low diacritics: τροφαλίς Capitals: ΤΡΟΦΑΛΙΣ
Transliteration A: trophalís Transliteration B: trophalis Transliteration C: trofalis Beta Code: trofali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A fresh cheese, Eup.277, Antiph.49 (troch.); τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν a piece of Sicilian cheese, Ar.V.838, cf. Herm.Hist.2; whence the joke, καλεῖ . . τὴν . . Τυρὼ τροφαλίδα Com.Adesp.393; τ. ὀβολιαῖαι Arist.HA522a31.—The form τρυφαλίς is common in later writers, as Luc.Lex.13, Hdn.Gr.2.18 (rejected in favour of τροφαλίς Id.1.91), Hsch.; τὰς δέκα στρυ' φαλιδας (sic cod. A, ν superscr. A1) τοῦ γάλακτος LXX 1 Ki.17.18; a form τροφαλλίς occurs in codd. of Eust.1535.22 (in citation of Com.Adesp. l.c.); Hsch. also cites τραφαλλίς, τραφαλλος. (From τρέφω 1 acc. to Hdn.Gr.1.91, but the spelling τρυφ-, which he mentions, remains, unexplained: oxyt. acc. to Hdn.Gr. ll. cc., so that the accus. τρόφαλιν in Erot. s.v. τεθραμμένον must be an error.)

Greek (Liddell-Scott)

τροφᾱλίς: -ίδος, ἡ, κεφάλι νωποῦ τυροῦ, («μακρὸς τυρὸς» Ἡσύχ.) (ἐκ τοῦ τρέφω Ι), Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 5· τροφαλίδας δὲ λινοσάρκους μανθάνεις; τυρὸν λέγω Ἀντιφάνης ἐν «Αὑτοῦ ἐρῶντι» 1· τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν, τεμάχιον Σικ. τυροῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 838· ὅθεν ἡ ἐν λόγοις παιδιά: καλεῖ... τήν... Τυρὼ τροφαλίδα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 536· τρ. ὀβελιαία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14. - Ὁ τύπος τρυφαλὶς εἶναι κοινὸς παρὰ μεταγεν., οἷον Λουκ. Λεξιφ. 13, Φιλόστρ. 809· καὶ ἐν πλείστοις χωρίοις ἀπαντᾷ ὁ τύπος τροφαλλὶς πιθανῶς ἐξ ἀγνοίας ὅτι ἡ παραλήγουσα ἦτο φύσει μακρά· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡσαύτως τραφαλλίς, τράφαλλος.: «τράφαλλος· ὁ χλωρὸς τυρός. οἱ δὲ τραφαλλίδα».

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
fromage frais.
Étymologie: τρέφω.

Greek Monolingual

και τροφαλλίς και μτγν. τ. τρυφαλίς και κατά τον Ησύχ. τραφαλλίς, -ίδος, ἡ, Α
νωπό, φρέσκο τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + υγρό ἐνθημα -αλ- + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. τροπ-αλ-ίς). Ο τ. τροφαλλίς με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-, ενώ ο τ. τρυφαλίς με παρετυμολ. επίδραση του τρυφή.

Greek Monotonic

τροφᾱλίς: -ίδος, ἡ (τρέφω I), κομμάτι τυριού, σε Αριστοφ.