σφαλερός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σφαλερός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εσφαλμένος]], [[λανθασμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, [[ολισθηρός]]<br /><b>2.</b> [[ασταθής]], [[αβέβαιος]] («[[ἕξις]] σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επισφαλής]], [[επικίνδυνος]] («τυραννὶς [[χρῆμα]] σφαλερόν», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σφαλερώς]] / <i>σφαλερῶς</i> ΝΜΑ, και [[σφαλερά]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με εσφαλμένο τρόπο ή σε εσφαλμένη [[βάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο ασταθή, αβέβαιο («σφαλερῶς ὑγιαίνειν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> με επικίνδυνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στυγ</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[σφαλερός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εσφαλμένος]], [[λανθασμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, [[ολισθηρός]]<br /><b>2.</b> [[ασταθής]], [[αβέβαιος]] («[[ἕξις]] σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επισφαλής]], [[επικίνδυνος]] («τυραννὶς [[χρῆμα]] σφαλερόν», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σφαλερώς]] / <i>σφαλερῶς</i> ΝΜΑ, και [[σφαλερά]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με εσφαλμένο τρόπο ή σε εσφαλμένη [[βάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο ασταθή, αβέβαιο («σφαλερῶς ὑγιαίνειν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> με επικίνδυνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στυγ</i>-<i>ερός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφᾰλερός:''' -ά, -όν ([[σφάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι σε [[θέση]] να κάνει κάποιον να πέσει ή να σκοντάψει· μεταφ., [[ολισθηρός]], [[γλιστερός]], αυτός που ενέχει κινδύνους, [[επικίνδυνος]], Λατ. [[lubricus]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>σφαλερόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι επικίνδυνο να..., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> (<i>σφάλλομαι</i>) αυτός που είναι [[έτοιμος]] να πέσει, που παραπαίει, που τρεκλίζει, που έχει [[αστάθεια]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>σφαλεροὶ σύμμαχοι</i>, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰλερός Medium diacritics: σφαλερός Low diacritics: σφαλερός Capitals: ΣΦΑΛΕΡΟΣ
Transliteration A: sphalerós Transliteration B: sphaleros Transliteration C: sfaleros Beta Code: sfalero/s

English (LSJ)

ά, όν, (σφάλλω)

   A likely to make one stumble or trip metaph., slippery, perilous, τυραννὶς χρῆμα σ. Hdt.3.53; γνωμέω . . τὴν -ωτέρην σεωυτῷ Id.7.16.ά; σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασύς E.Supp. 508; τοῦτο δέ γ ἐστὶν τὸ καλὸν σ. Id.IA21 (anap.); ὦ βιοτή . . ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖσαι Id.Fr.916 (lyr.); πάντων -ώτατον, of future events, Th.4.62, cf. Hp.Aph.1.1; -ώτατοι καιροί Phld.Oec.p.48 J., SIG796 B 10 (Epid., i A.D.); of poems, Pl.Lg.810b; σ. τρόπος (v.l. τόπος) Hp.Prog.22; σφαλερόν [ἐστι], c. inf., Pl.R.451a, Lg.688b; τὸ ἐπιχειρῆσαι σ. X.HG2.1.2. Adv. Comp. -ώτερον, νοσεῖν to be more dangerously ill, Gal.15.724.    II (σφάλλομαι) ready to fall, tottering, reeling, κῶλα A.Eu.371 (lyr.); ῥῦμα S.Aj.159 (anap.); σῶμα σ. ἐν ταῖς κινήσεσι, of revellers and sufferers from coma, Gal. 7.645; ἕξις σ. πρὸς ὑγίειαν uncertain in point of health, Pl.R.404a. Adv. -ρῶς, ὑγιαίνειν enjoy health precariously, Gal.6.810.    III of persons, where the sense often fluctuates between 1 and 11, ἴχνεσι σφαλεροί Nic.Al.189, cf. 400; σ. σύμμαχοι uncertain, D.1.7; προστάτης σ. E.Fr.774.3. Adv. -ρῶς Id.IA600 (anap.), Isoc.7.1.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰλερός: -ά, -όν, (σφάλλω) ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ τινὰ νὰ πέσῃ ἢ προσκόψῃ, μεταφορ., ὀλισθηρός, ἐπικίνδυνος, κινδυνώδης, Λατ. lubricus, τυραννὶς χρῆμα σφαλερὸν Ἡρόδ. 3. 53· τῶν γνωμέων... τὴν σφαλερωτέρην σεωυτῷ ὁ αὐτ. 7. 16, 1 σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 508· τοῦτο δέ γ’ ἐστὶν τὸ καλὸν σφαλερὸν ὁ αὐτ. Ι. Α. 22 βιοτά... ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 908· πάντων σφαλερώτατον, ἐπὶ τῶν μελλόντων νὰ συμβῶσι, Θουκ. 4. 62, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1244· ἐπὶ ποιημάτων, Πλάτ. Νόμ. 814Β· σφ. τύπος, μέρος ὅπου τὰ συμπτώματα εἶναι ἐπικίνδυνα, Ἱππ. Προγν. 44· - σφαλερόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 450Ε, Νόμ. 688Β· σφ. τὸ ἐπιχειρῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 2. ΙΙ. (σφάλλομαι) ὁ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, ἐπιρρεπὴς εἰς πτῶσιν, ἀσταθής, κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμ. 371· ῥῦμα Σοφ. Αἴ. 159· σφ. πρὸς ὑγίειαν ἕξις, ἀβέβαιος ὡς πρὸς τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Πολ. 404Α. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὅτε ἡ σημασία τῆς λέξεως κυμαίνεται μεταξὺ Ι εἰς ΙΙ, ἴχνεσι σφαλεροὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 189, πρβλ. 300· σφ. σύμμαχοι, ἄστατοι, ἀβέβαιοι, Δημ. 11.3· προστάτης σφ. Ποιητ. παρὰ Στοβ. τ. 43. 3. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ψευδευριπ. Ι. Α. 601, Ἰσοκρ. 104Α.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui glisse ou tombe facilement :
1 vacillant, chancelant, faible;
2 fig. inconstant, incertain;
3 peu sûr, dangereux;
Cp. σφαλερώτερος, Sp. σφαλερώτατος.
Étymologie: σφάλλω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σφαλερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
νεοελλ.
εσφαλμένος, λανθασμένος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, ολισθηρός
2. ασταθής, αβέβαιοςἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», Πλάτ.)
3. μτφ. επισφαλής, επικίνδυνος («τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν», Ηρόδ.).
επίρρ...
σφαλερώς / σφαλερῶς ΝΜΑ, και σφαλερά Ν
νεοελλ.
με εσφαλμένο τρόπο ή σε εσφαλμένη βάση
αρχ.
1. με τρόπο ασταθή, αβέβαιο («σφαλερῶς ὑγιαίνειν», Γαλ.)
2. με επικίνδυνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάλλω + επίθημα -ερός (πρβλ. στυγ-ερός)].

Greek Monotonic

σφᾰλερός: -ά, -όν (σφάλλω),
I. αυτός που είναι σε θέση να κάνει κάποιον να πέσει ή να σκοντάψει· μεταφ., ολισθηρός, γλιστερός, αυτός που ενέχει κινδύνους, επικίνδυνος, Λατ. lubricus, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· σφαλερόν (ἐστι), με απαρ., είναι επικίνδυνο να..., σε Πλάτ. κ.λπ.
II. (σφάλλομαι) αυτός που είναι έτοιμος να πέσει, που παραπαίει, που τρεκλίζει, που έχει αστάθεια, σε Αισχύλ., Σοφ.· σφαλεροὶ σύμμαχοι, σε Δημ.