ὑπερθέω: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] πολύ ή [[τρέχω]] περισσότερο από κάποιον<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[πέρα]] από ένα [[σημείο]]<br /><b>3.</b> (για [[πλοίο]] αναφορικά με [[παραλία]], [[νησί]] ή [[ακρωτήριο]]) [[παρακάμπτω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ὑπερθέω]] ἄκραν» — [[περνώ]] τον κάβο, [[δηλαδή]] [[αποφεύγω]] τον κίνδυνο, [[γλυτώνω]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>θέω</i> «[[τρέχω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] πολύ ή [[τρέχω]] περισσότερο από κάποιον<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[πέρα]] από ένα [[σημείο]]<br /><b>3.</b> (για [[πλοίο]] αναφορικά με [[παραλία]], [[νησί]] ή [[ακρωτήριο]]) [[παρακάμπτω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ὑπερθέω]] ἄκραν» — [[περνώ]] τον κάβο, [[δηλαδή]] [[αποφεύγω]] τον κίνδυνο, [[γλυτώνω]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>θέω</i> «[[τρέχω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[τρέχω]] πέρα από, [[ὑπερθέω]] ἄκραν, [[παρακάμπτω]] το [[ακρωτήρι]], τον κάβο, παροιμ., [[διαφεύγω]] κίνδυνο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπερνώ]], [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], με αιτ., σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A run beyond, ὑ. ἄκραν double the headland, prov. of escaping from danger, A.Eu.562 (lyr.), cf. E.Fr.230 (anap.). 2 outstrip, surpass, outdo, [τινὰ] τύχη Id.Andr.195; δύναμιν Pl.Lg. 648e; transcend, τὸ καλόν Plot.6.9.11.
German (Pape)
[Seite 1196] (s., θέω), überlaufen, darüber hinauslaufen, ἄκραν Aesch. Eum. 532; – übertr., übertreffen, τύχῃ ὑπερθεῖ Eur. Andr. 194; τὴν δύναμιν ὑπερθέων καὶ κρατῶν Plat. Legg. I, 648 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθέω: μέλλ. -θεύσομαι πρβλ. ὑπερτρέχω. Τρέχω πέραν τινός, ὑπ. ἄκραν, ὑπερκάμπτω τὸ ἀκρωτήριον, παροιμία ἐπὶ διαφυγῆς κινδύνου, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 562, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 2) ὑπερτερῶ, ὑπερβαίνω, ὑπερβάλλω, τινὰ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 195· τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 648D.
French (Bailly abrégé)
1 courir par-dessus ou au delà, franchir en courant, acc.;
2 l’emporter sur, acc..
Étymologie: ὑπέρ, θέω.
Greek Monolingual
Α
1. τρέχω πολύ ή τρέχω περισσότερο από κάποιον
2. τρέχω πέρα από ένα σημείο
3. (για πλοίο αναφορικά με παραλία, νησί ή ακρωτήριο) παρακάμπτω
4. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω
5. παροιμ. φρ. «ὑπερθέω ἄκραν» — περνώ τον κάβο, δηλαδή αποφεύγω τον κίνδυνο, γλυτώνω (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
ὑπερθέω: μέλ. -θεύσομαι,
1. τρέχω πέρα από, ὑπερθέω ἄκραν, παρακάμπτω το ακρωτήρι, τον κάβο, παροιμ., διαφεύγω κίνδυνο, σε Αισχύλ.
2. ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, με αιτ., σε Ευρ.