ἀγανάκτησις: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγανάκτησις:''' -εως, ἡ ([[ἀγανακτέω]]), [[εκνευρισμός]], [[οργή]], [[ερεθισμός]]· λέγεται για τον ερεθισμό που προκαλείται από την οδοντοφυΐα, σε Πλάτ.· μεταφ., ἀγανάκτησιν [[ἔχει]], παρέχει δίκαιη [[αφορμή]] για [[ενόχληση]] ή [[δυσαρέσκεια]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀγανάκτησις:''' -εως, ἡ ([[ἀγανακτέω]]), [[εκνευρισμός]], [[οργή]], [[ερεθισμός]]· λέγεται για τον ερεθισμό που προκαλείται από την οδοντοφυΐα, σε Πλάτ.· μεταφ., ἀγανάκτησιν [[ἔχει]], παρέχει δίκαιη [[αφορμή]] για [[ενόχληση]] ή [[δυσαρέσκεια]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγᾰνάκτησις:''' εως ἡ неудовольствие, негодование, раздражение Plat., Plut.: ἀγανάκτησιν ἔχειν Thuc. причинять досаду, вызывать негодование.
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγᾰνάκτησις Medium diacritics: ἀγανάκτησις Low diacritics: αγανάκτησις Capitals: ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΙΣ
Transliteration A: aganáktēsis Transliteration B: aganaktēsis Transliteration C: aganaktisis Beta Code: a)gana/kthsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A physical pain and irritation, ἀ. περὶ τὰ οὖλα, of the irritation caused by teething, Pl.Phdr.251c.    II vexation, ἀγανάκτησιν ἔχει Th.2.41, cf. 2 Ep.Cor.7.11, Plot.4.4.19:—of God, wrath, Porph. Marc.7, Jul.Gal.171e.

German (Pape)

[Seite 8] ἡ, schmerzhafter Reiz, Plat. Phaedr. 251 c Phil. 46 c; Unwille, bes. Sp.; ἀγανάκτησιν ἔχειν τινί, Gelegenheit zum Unwillen geben, Thuc. 2, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγανάκτησις: -εως, ἡ κυρίως, πόνος, καὶ ἐρεθισμὸς φυσικός, ἀγ. περὶ τὰ οὖλα, περὶ τοῦ ἐρεθισμοῦ ἐκ τῆς ὀδοντοφυΐας, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C. 2) ἀνία, δυσθυμία, δυσαρέστησις, ἀγανάκτησιν ἔχει, παρέχει δικαίας ἀφορμὰς δυσαρεστήσεως, Θουκ. 2. 41, πρβλ. Κορινθ. Β΄, ζ΄ 11, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
sujet d’irritation, d’indignation.
Étymologie: ἀγανακτέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 molestia física, irritación, excitación morbosa περὶ τὰ οὖλα al salir los dientes, Pl.Phdr.251c, como efecto de la mezcla de afecciones opuestas, Pl.Phlb.46d, cf. Plot.4.4.28
dolor ἡ ἀ. κατὰ τὸν ὄγκον Plot.4.4.19.
2 cólera, indignación, enfado ref. a Atenas μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ... ἀγανάκτησιν ἔχει la única que no despierta indignación al enemigo Th.2.41, ἀ. παρὰ τῶν δυνατῶν ἐγένετο D.C.36.43.1, cf. 2Ep.Cor.7.11, Porph.Marc.7, Iul.Gal.171e, Sch.Theoc.15.89
ret. indignación como forma de elocución, Rufin.Fig.41.
3 censura ψῆφον ἀγανακτήσεως CCP (394) Can.1 (p.442).

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from ἀγανακτέω; indignation: indignation.

Greek Monotonic

ἀγανάκτησις: -εως, ἡ (ἀγανακτέω), εκνευρισμός, οργή, ερεθισμός· λέγεται για τον ερεθισμό που προκαλείται από την οδοντοφυΐα, σε Πλάτ.· μεταφ., ἀγανάκτησιν ἔχει, παρέχει δίκαιη αφορμή για ενόχληση ή δυσαρέσκεια, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰνάκτησις: εως ἡ неудовольствие, негодование, раздражение Plat., Plut.: ἀγανάκτησιν ἔχειν Thuc. причинять досаду, вызывать негодование.