ἀμφοτερόπλοος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(2)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφοτερόπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>, αυτός που πλέει με [[δύο]] τρόπους· τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (ενν. [[δάνειον]]), [[ναυτοδάνειο]], χρήματα με [[υποθήκευση]] του πλοίου, όπου ο [[δανειστής]] διέτρεχε τον κίνδυνο και του απόπλου και της επανόδου του πλοίου, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀμφοτερόπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>, αυτός που πλέει με [[δύο]] τρόπους· τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (ενν. [[δάνειον]]), [[ναυτοδάνειο]], χρήματα με [[υποθήκευση]] του πλοίου, όπου ο [[δανειστής]] διέτρεχε τον κίνδυνο και του απόπλου και της επανόδου του πλοίου, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[sailing]] [[both]] ways:— τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (sc. [[δάνειον]]), [[money]] lent on [[bottomry]], [[when]] the [[lender]] [[bore]] the [[risk]] [[both]] of the [[outward]] and [[homeward]] [[voyage]], Dem.
}}
}}

Revision as of 15:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοτερόπλοος Medium diacritics: ἀμφοτερόπλοος Low diacritics: αμφοτερόπλοος Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΟΠΛΟΟΣ
Transliteration A: amphoteróploos Transliteration B: amphoteroploos Transliteration C: amfoteroploos Beta Code: a)mfotero/ploos

English (LSJ)

ον, contr. ἀμφοτερό-πλους, ουν,

   A navigable on both sides, γῆ Poll.9.18.    2 τὸ ἀ. (sc. ἀργύριον or δάνειον) money lent on bottomry, when the lender bore the risk of the outward and homeward voyage, ἐδάνεισα Φορμίωνι κ' μνᾶς ἀμφοτερόπλουν εἰς τὸν Πόντον D.34.6, etc.; ἀ. κέρδος Ael.Ep.18; opp. ἑτερόπλουν, q.v.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοτερόπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, ουν, ὁ ἀμφοτέρωθεν πλευστός, γῆ Πολυδ. Θ΄. 18. 2) τὸ ἀμφοτερόπλουν (ἐνν. ἀργύριονδάνειον), ναυτοδάνειον ἐπὶ ὑποθηκεύσει τοῦ πλοίου, ὁπότε ὁ δανειστὴς διέτρεχε κίνδυνον διά τε τὴν ἄνοδον καὶ τὴν ἐπιστροφὴν ἢ κάθοδον, ἐδάνεισα Φορμίωνι κ΄ μνᾶς ἀμφοτερόπλουν εἰς τὸν Πόντον Δημ. 908. 20, κτλ.: - «Ὅταν τις ναυτικὸν δανείσῃ ἐπὶ τῷ καὶ ἐνθένδε πλεῦσαί ποι κἀκεῖθεν ἐνθάδε, τοῦτο ἀμφοτερόπλουν καλεῖται» Ἁρποκρ.: - ὁπόταν δὲ διέτρεχε κίνδυνον μόνον διὰ τὴν ἄνοδον τοῦ πλοίου, ἡ λέξις ἣν μετεχειρίζοντο ἦτο ἑτερόπλουν, ἴδε Βοίκχιον Π. Οἰ. 1. 176 κἑξ.· πρβλ. ναυτικόν.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): contr. -πλους, -ουν
1 navegable por dos lados γῆ de un istmo, Poll.9.18.
2 de ambas navegaciones, del viaje de ida y vuelta de un barco, ἀργύριον D.34.25, δάνειον Harp., Poll.8.141, κέρδος Ael.Ep.18
ac. adverb. δανείζονται ... ἐπὶ τῇ νηὶ τρισχιλίας δραχμὰς ἀμφοτερόπλουν prestan sobre la nave tres mil dracmas para el viaje de ida y vuelta D.56.6, cf. 34.6, 23.

Greek Monotonic

ἀμφοτερόπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν, αυτός που πλέει με δύο τρόπους· τὸ ἀμφοτερόπλουν (ενν. δάνειον), ναυτοδάνειο, χρήματα με υποθήκευση του πλοίου, όπου ο δανειστής διέτρεχε τον κίνδυνο και του απόπλου και της επανόδου του πλοίου, σε Δημ.

Middle Liddell


sailing both ways:— τὸ ἀμφοτερόπλουν (sc. δάνειον), money lent on bottomry, when the lender bore the risk both of the outward and homeward voyage, Dem.