ἄνατος: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνᾱτος:''' -ον ([[ἄτη]]), [[ανέπαφος]], [[ανέβλαβος]], σε Αισχύλ.· με γεν., κακῶν [[ἄνατος]], [[ανεπηρέαστος]] από οποιοδήποτε [[κακό]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄνᾱτος:''' -ον ([[ἄτη]]), [[ανέπαφος]], [[ανέβλαβος]], σε Αισχύλ.· με γεν., κακῶν [[ἄνατος]], [[ανεπηρέαστος]] από οποιοδήποτε [[κακό]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνᾱτος:''' <b class="num">1)</b> не понесший ущерба или наказания, не пострадавший (τινι Aesch. и τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> безобидный, безвредный ([[πρᾶγμα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> не обусловленный преступлением, т. е. незаслуженный ([[φυγή]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνᾱτος Medium diacritics: ἄνατος Low diacritics: άνατος Capitals: ΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: ánatos Transliteration B: anatos Transliteration C: anatos Beta Code: a)/natos

English (LSJ)

ον, (ἄτη)

   A unharmed, B.Fr.19(cj.); Αοξίου κότῳ A.Ag. 1211; κακῶν ἄνατος harmed by no ills, S.OC786, where the Laur.Ms. ἄναιτος.    II Act., not harming, harmless, A.Supp.356,359, 410.    2 immune from punishment, Ἀρχ. Ἐφ. 1920.76 (Crete, vi/v B.C.). Adv. -τως with impunity, IG9(1).333 (Locr.). (Contr. fr. ἀνάατος, q.v.)

German (Pape)

[Seite 211] (ἄτη), 1) ohne Schaden, Λοξίου κότῳ, unverletzt durch Apollo's Zorn, Aesch. Ag. 1184; κακῶν ἄν., durch kein Unheil gefährdet. Soph. O. C. 790, wo aber die Mehrzahl der codd. ἄναιτος haben, Schol. erklärt ἀναίτιος. – 2) unschädlich, πρᾶγμα Aesch. Suppl. 351, vgl. 354.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνᾱτος: -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην, Λοξίου κότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1211· κακῶν ἄνατος, ὁ μὴ βλαβεὶς ὑπὸ κακῶν, Σοφ. Ο. Κ. 786, ἔνθα τὸ Λαυρ. Χειρόγρ. ἔχει ἄναιτος μετὰ ἐξηγ. γλωσσ., «ἤγουν ἀναίτιος»· πρβλ. ἀνατί. ΙΙ. ἐνέργ., μὴ προξενῶν βλάβην, εἴη δ’ ἄνατον πρᾶγμα Αἰσχύ. Ἱκ. 356· ἴδοιτο δῆτ’ ἄνατον φυγὰν αὐτόθι 359, 410 - Ἐπίρρ. -άτως, ἀτιμωρητεί, CIGS. III, 333.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non endommagé, non atteint par, sans atteinte de, gén. ou dat.;
2 qui ne nuit pas, innocent.
Étymologie: ἀ, ἄτη.

Spanish (DGE)

(ἄνᾱτος) -ον

• Alolema(s): ἄναιτος ICr.4.87.11 (Gortina), Sud.
I 1no castigado, ileso, indemne νούσων B.Fr.23.2, κακῶν S.OC 786, Λοξίου κότῳ A.A.1211, cf. Hsch., Sud.
2 inmune, que no puede ser castigado αἱ δέ κ' ἀλεκσόμενος π[α] ίη ἄνατον ἦμεν τō ἀλεκσομένο ICr.1.10.2.4 (Eltinia VI/V a.C.), ἄναιτον ... τοῖς ἐσπράταις ICr.l.c.
3 inofensivo, que no causa desgracias πρᾶγμα A.Supp.356, φυγά A.Supp.359, cf. 410.
II adv. -ως impunemente, IG 92.717.3 (Lócride V a.C.). • DMic.: a-na-to.

Greek Monolingual

ἄνατος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά
2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άτη < αάω «βλάπτω».
ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί].

Greek Monotonic

ἄνᾱτος: -ον (ἄτη), ανέπαφος, ανέβλαβος, σε Αισχύλ.· με γεν., κακῶν ἄνατος, ανεπηρέαστος από οποιοδήποτε κακό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνᾱτος: 1) не понесший ущерба или наказания, не пострадавший (τινι Aesch. и τινος Soph.);
2) безобидный, безвредный (πρᾶγμα Aesch.);
3) не обусловленный преступлением, т. е. незаслуженный (φυγή Aesch.).