ἠπύτα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπύτα:''' [ῠ], ὁ, Επικ. αντί <i>ἠπύτης</i> ([[ἠπύω]]), [[κράχτης]], [[διαλαλητής]], [[ντελάλης]]· [[ἠπύτα]] [[κῆρυξ]], [[μεγαλόφωνος]] [[κήρυκας]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἠπύτα:''' [ῠ], ὁ, Επικ. αντί <i>ἠπύτης</i> ([[ἠπύω]]), [[κράχτης]], [[διαλαλητής]], [[ντελάλης]]· [[ἠπύτα]] [[κῆρυξ]], [[μεγαλόφωνος]] [[κήρυκας]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπύτα:''' (ῠ) ὁ [вм. *ἠπύτης] громогласный ([[κῆρυξ]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 21:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπύτᾰ Medium diacritics: ἠπύτα Low diacritics: ηπύτα Capitals: ΗΠΥΤΑ
Transliteration A: ēpýta Transliteration B: ēpyta Transliteration C: ipyta Beta Code: h)pu/ta

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, Ep. for ἠπύτης (which is not found), (ἠπύω)

   A calling, crying, ἠπύτα κῆρυξ the loud-voiced herald, Il.7.384; ἠ. σῦριγξ the shrill pipe, Q.S.6.170; πόντος Opp.C.2.136.

German (Pape)

[Seite 1175] ὁ, ep. für (das wohl nicht vorkommende) ἠπύτης, der Rufer; κήρυξ, der lautrufende Herold, Il. 7, 384; Τρίτων, p. bei Ael. H. A. 13, 21; πόντος, laut tosend, Opp. Cyn. 2, 136; σῦριγξ, Qu. Sm. 6, 170. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἠπύτᾰ: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἠπύτης (ὅπερ ὅμως δὲν ἀπαντᾷ), πρβλ. ἱππότα, κτλ.· (ἠπύω)· - φωνητής, βοητής, κράκτης, ἠπύτα κήρυξ, ὁ μεγαλόφωνος κήρυξ, Ἰλ. Η. 384· ἠπ. σῦριγξ, ἡ ὀξύφωνος σ., Κόϊντ. Σμ. 6. 170· πόντος Ὀππ. Κ. 2. 136.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
seul. nom., épq. p. *ἠπύτης;
qui fait du bruit, retentissant.
Étymologie: ἠπύω.

English (Autenrieth)

(for ἠπύτης, ἠπύω): loudcalling, loud-voiced, Il. 7.384†.

Greek Monolingual

ἠπύτα, ὁ, ἡ (Α) ηπύω
φρ. α) «ἠπύτα κῆρυξ» — μεγαλόφωνος κήρυκας» (Ομ. Ιλ.)
β) «ἠπύτα σῡριγξ» — οξύφωνος αυλός, Κόιντ.

Greek Monotonic

ἠπύτα: [ῠ], ὁ, Επικ. αντί ἠπύτης (ἠπύω), κράχτης, διαλαλητής, ντελάλης· ἠπύτα κῆρυξ, μεγαλόφωνος κήρυκας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπύτα: (ῠ) ὁ [вм. *ἠπύτης] громогласный (κῆρυξ Hom.).