ξέστης: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξέστης:''' -ου, ὁ, Λατ. [[sextarius]], [[σχεδόν]] [[μία]] [[πίντα]] ([[μονάδα]] μέτρησης υγρών που ισοδυναμεί με 586 γρ.), σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ξέστης:''' -ου, ὁ, Λατ. [[sextarius]], [[σχεδόν]] [[μία]] [[πίντα]] ([[μονάδα]] μέτρησης υγρών που ισοδυναμεί με 586 γρ.), σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξέστης:''' ου ὁ (лат. [[sextarius]])<br /><b class="num">1)</b> ксест (мера жидкостей и сыпучих тел, равная 2 κοτύλαι = 0.547 л Anth.);<br /><b class="num">2)</b> кружка (ποτήρια καὶ ξέσται NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, formed from Lat.
A sextarius, a Roman measure nearly = 1 pint, IG7.3498.54 (Oropus), J.AJ9.4.4, AP11.298, Gal.13.435, Damocr. ap. eund.13.989,IG42(1).93(Epid., iii/iv A.D.), Phlp.in APr. 27.19. II pitcher, cup, Ev.Marc.7.4, POxy.921.23 (iii A.D.), Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).139.
German (Pape)
[Seite 278] ὁ, ein Maaß für flüssige u. trockne Dinge, sextarius der Römer, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξέστης: -ου, ὁ, = τῷ Λατ. sextarius, εἶναι δὲ τύπος ἐφθαρμένος, ᾧ ἐχρῶντο οἱ ἐν Σικελίᾳ Ἕλληνες (πρβλ. λίτρα), Ἀνθ. Π. 11. 298, Δαμοκράτ. παρὰ Γαλην., Καιν. Διαθ.· - ἐντεῦθεν ὑποκορ. ξεστίον, τό, Συνέσ.· - ἐπίθ. ξεστιαῖος, α, ον, ὁ περιέχων ἕνα ξέστην, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
setier, mesure d’un sixième de χοῦς pour les liquides et les matières sèches.
Étymologie: ξέω.
English (Strong)
as if from xeo (properly, to smooth; by implication, (of friction) to boil or heat); a vessel (as fashioned or for cooking) (or perhaps by corruption from the Latin sextarius, the sixth of a modius, i.e. about a pint), i.e. (specially), a measure for liquids or solids, (by analogy, a pitcher): pot.
English (Thayer)
ξεστου, ὁ (a corruption of the Latin sextarius);
1. a sextarius, i. e. a vessel for measuring liquids, holding about a pint (Josephus, Antiquities 8,2, 9 — see βάτος; Epictetus diss. 1,9, 33; 2,16, 22; (Dioscor.), Galen and medical writers).
2. a wooden pitcher or ewer (Vulg. urceus (A. V. pot)) from which water or wine is poured, whether holding a sextarius or not: T WH omit; Tr brackets the clause).
Greek Monolingual
ξέστης, ὁ (Α)
1. μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι, από τους οποίους τήν παρέλαβαν τη μεταγενέστερη περίοδο και οι Έλληνες, και που ήταν ίση προς το ένα έκτο του κογγίου
2. υδρία, στάμνα, κανάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ξέστης έχει προέλθει από αμάρτυρο υποκορ. τ. ξεστ-άριον < λατ. sextārius «το ένα έκτο του κογγίου» (με αντιμετάθεση τών -χ- και -ς-, επειδή το συμφωνικό σύμπλεγμα -ξτ- ήταν δυσπρόφερτο στην Ελληνική), με επίθημα -της (πρβλ. κοδράντης < λατ. quadrans)].
Greek Monotonic
ξέστης: -ου, ὁ, Λατ. sextarius, σχεδόν μία πίντα (μονάδα μέτρησης υγρών που ισοδυναμεί με 586 γρ.), σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ξέστης: ου ὁ (лат. sextarius)
1) ксест (мера жидкостей и сыпучих тел, равная 2 κοτύλαι = 0.547 л Anth.);
2) кружка (ποτήρια καὶ ξέσται NT).