ἀάατος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
mNo edit summary
(0)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀάᾱτος:''' -ον, στην Ομήρ. Ιλ. με μακρόχρονη παραλήγουσα,<br /><b class="num">I.</b> ([[α- στερητικό]], [[ἀάω]]) [[απαραβίαστος]], [[απαράβατος]], [[άτρωτος]]· [[νῦν]] μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς [[ὕδωρ]], [[επειδή]] οι θεοί έδιναν τους πιο ιερούς τους όρκους στο [[νερό]] της Στύγας.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀάᾰτος</i>, <i>-ον</i>, στην Ομήρ. Οδ. με βραχεία παραλήγουσα, (<i>α αθροιστικό</i>, [[ἀάω]]), [[επιβλαβής]], [[επικίνδυνος]]· [[ἄεθλος]] ἀάᾰτος.
|lsmtext='''ἀάᾱτος:''' -ον, στην Ομήρ. Ιλ. με μακρόχρονη παραλήγουσα,<br /><b class="num">I.</b> ([[α- στερητικό]], [[ἀάω]]) [[απαραβίαστος]], [[απαράβατος]], [[άτρωτος]]· [[νῦν]] μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς [[ὕδωρ]], [[επειδή]] οι θεοί έδιναν τους πιο ιερούς τους όρκους στο [[νερό]] της Στύγας.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀάᾰτος</i>, <i>-ον</i>, στην Ομήρ. Οδ. με βραχεία παραλήγουσα, (<i>α αθροιστικό</i>, [[ἀάω]]), [[επιβλαβής]], [[επικίνδυνος]]· [[ἄεθλος]] ἀάᾰτος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀάατος:''' (ᾰᾱᾰ и ᾰᾱᾱ)<br /><b class="num">1)</b> неприкосновенный, запретный, заповедный, священный (Στυγὸς [[ὕδωρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> предполож. безвредный, безопасный, безобидный ([[ἄεθλος]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀάατος Medium diacritics: ἀάατος Low diacritics: αάατος Capitals: ΑΑΑΤΟΣ
Transliteration A: aáatos Transliteration B: aaatos Transliteration C: aaatos Beta Code: a)a/atos

English (LSJ)

ον, (ἀάω) in Il.,

   A not to be injured, inviolable, νῦν μοι ὄμθσσον ἀ. Στυγὸς ὕδωρ 14.271.    II in Od., ἄεθλος ἀ. ἐκτετέλεσται 22.5, cf. 21.9, prob. unimpeachable, i.e. decisive.    III later, invincible, κάρτος ἀάᾰτος A.R.2.77. (ἀάϝατος, cf. sq., Hsch.)

German (Pape)

[Seite 1] (ἀάαω), unverletzlich, Hom. ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ, Il. 14, 271, das Wasser der Styx als Zeuge der unverbrüchlichen Eidschwüre der Götter; κάρτος Ap. Rh. 2, 77. Aber Od. 21, 91 u. 22, 5 erklärten einige Alte ἄεθλον ἀάατον den schädlichen, andere den unschädlichen Kampf; richtiger vielleicht der unwiderruflich entscheidende, untrügliche, oder nach Buttm. Lexil. I p. 232 nicht verächtlich, ehrenwerth, wie auch die Stelle der Il. gefaßt werden könnte. – Il. ñ – – ñ, sonst ñ – ñ ñ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀάατος: -ον, (ἀάω) ἐν Ἰλ. μετὰ τῆς παραληγούσης μακρᾶς = ἀπαραβίαστος, ἀπαράβατος: νῦν μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς ὕδωρ, ἐπειδὴ εἰς αὐτὸ οἱ θεοὶ ὤμνυον τοὺς ἰσχυροτάτους αὐτῶν ὅρκους· Ξ, 271. ΙΙ. Ἐν τῇ Ὀδ. μετὰ τῆς παραληγούσης βραχείας, μνηστήρεσσιν ἄεθλον ἀάᾰτον, Φ. 91. ἄεθλος ἀάᾰτος ἐκτετέλεσται, Χ, 5, ὅπου συνήθως ἐξηγεῖται βλαβερὸς, ἐπικίνδυνος· ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ὁ Βουτμᾶννος (Λεξιλ.) πειρᾶται νὰ τηρήσῃ συγγενῆ σημασίαν, μὴ βλαπτόμενος, μὴ περιφρονούμενος, ἢ καταφρονούμενος. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀπ. Ροδ. 2, 77, κάρτος ἀάᾰτον = ἰσχὺς ἀήττητος, ἄμαχος. (Κατ’ ἀρχὰς ἦτο ἀάϝατος, ὅπερ καταφαίνεται ἐκ τοῦ Λακων. τύπου ἀάβακτος, ἀναφερομένου ὑπὸ Ἡσυχ.· πρβλ. ἀάω, ἄτη.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inviolable;
2 très pénible.
Étymologie: ἀ, ἀάω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰᾱᾰ-, pero ᾰᾱᾱ- Il.14.271]
que no puede ser inducido a error o engañado, infalible μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ Il.14.271, μνηστήρεσσιν ἄεθλον ἀάατον Od.22.5, cf. 21.91
imbatible νοήσας πυγμαχίην, ᾗ κάρτος ἀάατος habiendo observado su forma de pelear, dónde su fuerza era imbatible A.R.2.77, cf. AB 321.1.

• Etimología: Comp. neg. sobre la r. de ἀάω q.u.

Greek Monotonic

ἀάᾱτος: -ον, στην Ομήρ. Ιλ. με μακρόχρονη παραλήγουσα,
I. (α- στερητικό, ἀάω) απαραβίαστος, απαράβατος, άτρωτος· νῦν μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς ὕδωρ, επειδή οι θεοί έδιναν τους πιο ιερούς τους όρκους στο νερό της Στύγας.
II. ἀάᾰτος, -ον, στην Ομήρ. Οδ. με βραχεία παραλήγουσα, (α αθροιστικό, ἀάω), επιβλαβής, επικίνδυνος· ἄεθλος ἀάᾰτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀάατος: (ᾰᾱᾰ и ᾰᾱᾱ)
1) неприкосновенный, запретный, заповедный, священный (Στυγὸς ὕδωρ Hom.);
2) предполож. безвредный, безопасный, безобидный (ἄεθλος Hom.).