πολύσιτος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύσῑτος:''' -ον,·<br /><b class="num">I.</b> [[άφθονος]] σε [[σιτάρι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> πλήρως τρεφόμενος, [[γεμάτος]] [[τροφή]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πολύσῑτος:''' -ον,·<br /><b class="num">I.</b> [[άφθονος]] σε [[σιτάρι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> πλήρως τρεφόμενος, [[γεμάτος]] [[τροφή]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύσῑτος:''' <b class="num">1)</b> изобилующий хлебом Xen.;<br /><b class="num">2)</b> наевшийся до отвала Theocr.
}}
}}

Revision as of 02:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσῑτος Medium diacritics: πολύσιτος Low diacritics: πολύσιτος Capitals: ΠΟΛΥΣΙΤΟΣ
Transliteration A: polýsitos Transliteration B: polysitos Transliteration C: polysitos Beta Code: polu/sitos

English (LSJ)

ον,

   A rich in corn, of persons, X.Vect.5.3; of a country, Thphr.HP 8.6.6, Str.15.3.11.    II high-fed, full of meat, Theoc.21.40.

German (Pape)

[Seite 673] 1) viel Getreide habend, fruchtbar; Xen. Vect. 5, 3; Strab. XV. – 2) viel essend, Theocr. 21, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσῑτος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σίτου, Ξεν. Πόροι, 5, 3, ,Στράβ. 731. ΙΙ. ὁ πολὺ τρεφόμενος, πλήρης τροφῆς, Θεόκρ. 21. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en blé ou en vivres;
2 qui mange beaucoup, vorace, glouton.
Étymologie: πολύς, σῖτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ. ή για χώρα) αυτός που έχει αφθονία σίτου («δι' ὃ καὶ ή Σικελία πολύσιτος», θεόφρ.)
2. αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, πολυφαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σῖτος (πρβλ. ολιγό-σιτος)].

Greek Monotonic

πολύσῑτος: -ον,·
I. άφθονος σε σιτάρι, σε Ξεν.
II. πλήρως τρεφόμενος, γεμάτος τροφή, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύσῑτος: 1) изобилующий хлебом Xen.;
2) наевшийся до отвала Theocr.