γοητεύω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γοητεύω:''' ([[γόης]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[δένω]] με μάγια, [[μαγεύω]], [[εξαπατώ]], [[αποπλανώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''γοητεύω:''' ([[γόης]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[δένω]] με μάγια, [[μαγεύω]], [[εξαπατώ]], [[αποπλανώ]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''γοητεύω:''' <b class="num">1)</b> околдовывать, зачаровывать, обольщать (γεγοητευμένος [[ὑπό]] τινος Plat.; γοητευθεὶς καὶ φενακισθείς Dem.; χάριτι καὶ λαμπρότητι τῆς ὄψεως Plut.);<br /><b class="num">2)</b> заниматься колдовством Diog. L.
}}
}}

Revision as of 14:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοητεύω Medium diacritics: γοητεύω Low diacritics: γοητεύω Capitals: ΓΟΗΤΕΥΩ
Transliteration A: goēteúō Transliteration B: goēteuō Transliteration C: goiteyo Beta Code: gohteu/w

English (LSJ)

   A bewitch, beguile, Pl.Grg.483e, etc.:—Pass., Id.R.412e, 413b, D.19.102, etc.; fascinate, as a snake, Plot.4.4.40.    2 abs., play the wizard, D.L.8.59.

German (Pape)

[Seite 500] ein γόης sein, bezaubern, durch Zauberei an sich locken, betrügen, τινά Plat. Men. 80 a; διὰ τῶν ὤτων τοῖς λόγοις Soph. 234 c; καὶ κατεπᾴδω Gorg. 484 a; γοητευθεὶς καὶ φενακισθείς Dem. 19, 102; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γοητεύω: (γόης) δένω διὰ μαγείας, μαγεύω, ἐξαπατῶ, Πλάτ.Φαίδωνι 81Β, Γοργ. 483Ε, κτλ.― Παθ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 412Ε, 413Β, Δημ. 373. 29. 2) ἀπολ., ἐπαγγέλλομαι τὸν μάγον, Διογ. Λ. 8. 59.

French (Bailly abrégé)

tromper par des manœuvres de charlatan.
Étymologie: γόης.

Spanish (DGE)

1 embrujar, hechizar (τοὺς βελτίστους) κατεπᾴδοντές τε καὶ γοητεύοντες Pl.Grg.483e, καὶ νῦν ... γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις Pl.Men.80a, τοὺς νέους ... τοῖς λόγοις γοητεύειν Pl.Sph.234c, γοητεύειν ... αὐτήν (τὴν σελήνην) Plu.2.417a, χάριτι καὶ λαμπρότητι τῆς ὄψεως γοητεύων Plu.2.764e, en v. pas. μήτε γοητευόμενοι μήτε βιαζόμενοι Pl.R.412e, cf. 413b, D.19.102, Plu.2.961e, Ael.NA 12.42, Hld.8.7.2
fascinar, encantar ὅταν γοητεύῃ ὄφις ἀνθρώπους, σύνεσιν ὁ γοητευόμενος ἔχει Plot.4.4.40, cf. Luc.Salt.63
abs. hacer magia, actuar como brujo τῷ Ἐμπεδοκλεῖ γοητεύοντι D.L.8.59, cf. Hom.Clem.3.15.1.
2 fig. engañar con palabrería, embaucar ψευδόμενος τὰ πολλὰ καὶ γοητεύων τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἕνεκα Luc.Deor.Con.12, cf. Hld.2.11.3, Hsch.

Greek Monolingual

(AM γοητεύω) γόης
ασκώ μαγική επίδραση, μαγεύω
νεοελλ.
σαγηνεύω
(αρχ.- μσν.) παραπλανώ, παρασύρω
αρχ.
είμαι μάγος.

Greek Monotonic

γοητεύω: (γόης), μέλ. -σω, δένω με μάγια, μαγεύω, εξαπατώ, αποπλανώ, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γοητεύω: 1) околдовывать, зачаровывать, обольщать (γεγοητευμένος ὑπό τινος Plat.; γοητευθεὶς καὶ φενακισθείς Dem.; χάριτι καὶ λαμπρότητι τῆς ὄψεως Plut.);
2) заниматься колдовством Diog. L.