ἀποκηδέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκηδέω:''' Δωρ. κᾶδεω, μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποβάλλω]] τις φροντίδες, είμαι [[ξέγνοιαστος]], [[αμέριμνος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀποκηδέω:''' Δωρ. κᾶδεω, μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποβάλλω]] τις φροντίδες, είμαι [[ξέγνοιαστος]], [[αμέριμνος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκηδέω:''' быть нерадивым, лениться Hom.
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκηδέω Medium diacritics: ἀποκηδέω Low diacritics: αποκηδέω Capitals: ΑΠΟΚΗΔΕΩ
Transliteration A: apokēdéō Transliteration B: apokēdeō Transliteration C: apokideo Beta Code: a)pokhde/w

English (LSJ)

Dor. ἀπο-κᾱδέω,

   A = ἀκηδέω, to be remiss, Il.23.413; to be faint, Sophr.78.

German (Pape)

[Seite 306] vernachlässigen, ἀποκηδήσαντε Iliad. 23, 413, vgl. Schol. Aristonic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκηδέω: μέλλ. -ήσω = ἀκηδέω, ἀφροντιστῶ, ἀμελῶ, αἴ κ’ ἀκηδάσαντε φερώμεθα χεῖρον ἄεθλον Ἰλ. Ψ. 413· κατὰ τὰ Α. Β. 428, 22, «ἀποκηδήσαντες, ἀντὶ τοῦ ἀποκακήσαντες, Ὅμηρος. παρὰ δὲ τῷ Σώφρονι ἀποκαδεῖ ἀντὶ τοῦ ἀσθενεῖ κεῖται», πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. part. duel ἀποκηδήσαντε;
1 être insouciant;
2 se relâcher, faiblir.
Étymologie: ἀποκηδής.

English (Autenrieth)

only aor. part. du. ἀποκηδήσαντε: proving remiss, ‘through your negligence,’ Il. 23.413†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. aor. part. ἀποκᾶδήσαντες Sophr.86]
1 actuar sin cuidado αἴ κ' ἀποκηδήσαντε φερώμεθα χεῖρον ἄεθλον Il.23.413, cf. Hsch.
2 quedarse sin fuerzas Sophr.l.c.

Greek Monotonic

ἀποκηδέω: Δωρ. κᾶδεω, μέλ. -ήσω, αποβάλλω τις φροντίδες, είμαι ξέγνοιαστος, αμέριμνος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκηδέω: быть нерадивым, лениться Hom.