ἀσχημονέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχημονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] απρεπώς, [[ντροπιάζω]] τον εαυτό μου, κάνω πράξεις ντροπής, σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἀσχημονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] απρεπώς, [[ντροπιάζω]] τον εαυτό μου, κάνω πράξεις ντροπής, σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσχημονέω:''' <b class="num">1)</b> непристойно вести себя (ἐν τῇ πομπῇ τῶν Διονυσίων Aesch.; ἠδίκησας καὶ ἠσχημόνησας Plut.): ἀσχημονῶν γέλωτα [[ὀφλήσω]] Plat. своим некрасивым поведением я навлеку на себя насмешки;<br /><b class="num">2)</b> терпеть поношение, быть опозоренным Eur.
}}
}}

Revision as of 17:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσχημονέω Medium diacritics: ἀσχημονέω Low diacritics: ασχημονέω Capitals: ΑΣΧΗΜΟΝΕΩ
Transliteration A: aschēmonéō Transliteration B: aschēmoneō Transliteration C: aschimoneo Beta Code: a)sxhmone/w

English (LSJ)

   A behave unseemly, disgrace oneself, E.Hec.407, Cratin. 151, Pl.R.506d, etc.: c. acc. cogn., ἀ. ἄλλα ἅ . . D.22.53; ἀ. τὰ δεινότατα Id.60.25; μηδὲν ἀ. Arist.Pol.1273a34, cf. EN1119a30: c. part., Plu.2.178d:—Pass., πολλὰ ἀσχημονεῖται many unseemly things are done, D.H.2.26.

German (Pape)

[Seite 382] sich unanständig betragen, Eur. Hec. 407; ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Plat. Rep. VI, 506 d; τὰ δεινότατα Dem. 60, 25; vgl. ἄλλα ἀσχ. ἃ δούλων ἐστὶν ἔργα 22, 53; Aesch. 2, 151; εἴς τινα Dion. Hal. 2, 26; ὑπόθεσις ἀσχημονοῦσα, unanständig, Luc. Nigr. 8; Plut. Phoc. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχημονέω: φέρομαι ἀσχημόνως, καταισχύνω ἐμαυτόν, αἰσχύνης ἄξια πράττω, Εὐρ. Ἑκ. 407, Κρατῖν. ἐν «Πανόπταις» 4, Πλάτ. Πολ. 506D, κτλ.· ὡσάυτως, ἢ ἄλλα ἀσχημονοίη Δημ. 609. 17· ἄσχ. τἀ δεινότατα ὁ αὐτ. 1396. 26· μηδὲν ἄσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 10: ― μετὰ μετοχ., Πλούτ. 2.178D. ― Παθ., πολλὰ ἀσχημονεῖται, πολλὰ ἀπρεπῆ πράττονται, Διον. Ἁλ. 2, 26.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir une mauvaise tenue, se tenir avec inconvenance, manquer aux bienséances.
Étymologie: ἀσχήμων.

Spanish (DGE)

I intr.
1 c. suj. de pers. comportarse torpemente, hacer un mal papel ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Pl.R.506d, ἀποκρινέσθω δὲ ὁ νεώτερος· σφαλεὶς γὰρ ἧττον ἀσχημονήσει Pl.Tht.165b, cf. X.Eq.11.6, PSI 418.13 (III a.C.), 1Ep.Cor.7.36, D.Chr.31.108, Hierocl.Facet.90, c. ac. adv. κακὰ ἀσχημονεῖ τε καὶ φαίνεται σφόδρα γελοῖος Pl.R.517d
comportarse inconvenientemente, indignamente βούλῃ ... ἀσχημονῆσαι ... ἐκ νέου βραχίονος σπασθεῖσ' ...; E.Hec.407, μὴ ... θορυβείτωσαν ... μηδὲ ἀσχημονείτωσαν Iust.Phil.Dial.9.2, cf. Ael.VH 2.15, D.Chr.17.22, Ach.Tat.1.9.1, 5.26.3, Eun.VS 463, c. ac. int. τὰ ὅπλα ῥίπτειν καὶ τὰ ἄλλα ἀσχημονεῖν Arist.EN 1119a30, κἂν τὰ δεινότατ' ἀσχημονήσῃ D.60.25, cf. 22.53, Arist.Pol.1273a34
cometer faltas de respeto los hijos con los padres, en v. pas., D.H.2.26
quedar envilecido o deshonrado δημοσίᾳ ... ἀσχημονεῖν Arr.Epict.3.22.2, cf. LXX De.25.3, Pall.V.Chrys.9p.57
obrar con indecencia en el terreno sexual, Cratin.160, Pl.Criti.121b, Aeschin.2.151, 1Ep.Cor.13.5, Luc.Am.28, Plu.2.178d, D.C.63.13.3, Amph.Seleuc.109, Clem.Al.Paed.3.3.20
ir mal vestido o medio desnudo LXX Ez.16.7, Basil.M.31.288C.
2 c. suj. no pers. resultar mal ἡ ... ὑπόθεσις ... τὸ ἐμὸν μέρος ἀσχημονοῦσα fracasando la obra por mi culpa Luc.Nigr.8.
II tr. insultar, ultrajar τὴν [ἐ] μὴν εὐγένειαν PMasp.5.17 (VI d.C.).

English (Strong)

from ἀσχήμων; to be (i.e. act) unbecoming: behave self uncomely (unseemly).

English (Thayer)

ἀσχημόνω; (to be ἀσχήμων, deformed; τήν κεφαλήν ἀσχημονεῖν, of a bald Prayer of Manasseh , Aelian v. h. 11,4); to act unbecomingly (Euripides), Xenophon, Plato, others.): ἐπί τινα, toward one, i. e. contextually, to prepare disgrace for her, 1 Corinthians 7:36.

Greek Monotonic

ἀσχημονέω: μέλ. -ήσω, συμπεριφέρομαι απρεπώς, ντροπιάζω τον εαυτό μου, κάνω πράξεις ντροπής, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσχημονέω: 1) непристойно вести себя (ἐν τῇ πομπῇ τῶν Διονυσίων Aesch.; ἠδίκησας καὶ ἠσχημόνησας Plut.): ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Plat. своим некрасивым поведением я навлеку на себя насмешки;
2) терпеть поношение, быть опозоренным Eur.