γογγύλος: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γογγύλος:''' [ῠ], -η, -ον = [[στρογγύλος]], [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''γογγύλος:''' [ῠ], -η, -ον = [[στρογγύλος]], [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γογγύλος:''' (ῠ) шарообразный, круглый ([[πέτρα]] Aesch. - v. l. [[στρογγύλος]]; sc. [[μάζα]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:19, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], η, ον,
A = στρογγύλος, round, A.Fr.199.7, S.Ichn.297, Pl.Cra.427c; [μᾶζα] Ar.Pax28; λίθος ἄθετος IG12.372.22; ἐλαῖαι Plb. 12.2.4: Comp. -ώτερος Ath.4.139a. 2 = σκληρός, Hsch. II Subst. γόγγῠλος, ὁ, (proparox. acc. to Hdn.Gr.1.164) = κόνδυλος, Sch.Lyc.435. 2 = ὄλυνθος, Nic.Th.855. (Redupl. form from root of γαυλός, γύλιος, etc.)
German (Pape)
[Seite 500] = στρογγύλος, rund, Plat. Crat. 427 c u. bei Ath. u. a. Sp.; λίθος Schol. Ar. Pax 28; Inscr. 160, 2; Galen. auch γογγύλιος
Greek (Liddell-Scott)
γογγύλος: [ῠ], η, ον,= στρογγύλος, κυκλοτερής, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182· μᾶζα γογγύλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 28· λίθος γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160 α. 22, πρβλ. Bückh σ. 274. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γόγγυλος, ὁ, (προπαροξ. κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 56) = κόνδυλος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 435· (γογγύλη χεὶρ παρ’ Εὐδοκ.)
French (Bailly abrégé)
η, ον :
rond, arrondi.
Étymologie: DELG rien de sûr.
Greek Monolingual
(I)
ο
γένος Εντόμων της οικογένειας Mantidae (τάξη Ορθόπτερων).———————— (II)
γογγύλος, -η, -ον (Α)
στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE gong- /geng-. To επίθημα -ύλος απαντά σε τύπους με παρεμφερή σημασία (πρβλ. αγκύλος, καμπύλος, στρογγύλος). Δυνατόν να υποτεθεί τ. γογγρός «στρογγυλός», που δίνει τον τ. γογγύλος (πρβλ. Αισχύλος -αισχρός). Τέλος, ο τ. γογγύλος μπορεί να συσχετιστεί με το νορβ. kọkkr «όγκος», γερμ. kankuz, λιθ. gungulӯs «τόπι, μπάλα»].
Greek Monotonic
γογγύλος: [ῠ], -η, -ον = στρογγύλος, κυκλικός, στρογγυλός, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
γογγύλος: (ῠ) шарообразный, круглый (πέτρα Aesch. - v. l. στρογγύλος; sc. μάζα Arph.).