δίσκουρα: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίσκουρα:''' τά ([[οὖρος]]), [[βολή]], [[ρίξιμο]] δίσκου, ως μέτρο απόστασης, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δίσκουρα:''' τά ([[οὖρος]]), [[βολή]], [[ρίξιμο]] δίσκου, ως μέτρο απόστασης, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίσκουρα:''' τά расстояние брошенного диска Hom.
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίσκουρα Medium diacritics: δίσκουρα Low diacritics: δίσκουρα Capitals: ΔΙΣΚΟΥΡΑ
Transliteration A: dískoura Transliteration B: diskoura Transliteration C: diskoura Beta Code: di/skoura

English (LSJ)

τά, (οὖρος)

   A quoit's cast, as a measure of distance, ἐς δίσκουρα λέλειπτο Il.23.523:—also δισκ-ούρια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 643] τά (οὖρον), die Wurfweite des Diskus; Homer einmal, Iliad. 23, 523 ἐς δίσκουρα λέλειπτο, auf Wurfweite war er zurückgeblieben; vgl. vs. 431, wo statt δίσκουρα aufgelös't δίσκου οὖρα steht, s. Scholl. Aristonic. u. Herodian. zu vs. 523 u. Apoll. Lex. Hom. p. 59, 13. Vgl. ἐπίουρα. – Bei Hesych. δισκούρια.

Greek (Liddell-Scott)

δίσκουρα: τά, (οὖρος) δίσκου βολή, ὡς μέτρον ἀποστάσεως, ἐς δίσκουρα λέλειπτο Ἰλ. Ψ. 523· ἀναλυόμενον εἰς τὸ δίσκου οὖρα αὐτόθι 431· πρβλ. οὖρον.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
portée du disque : ἐς δίσκουρα IL à la distance d’un jet de disque.
Étymologie: δίσκος, οὖρον.

Spanish (DGE)

-ων, τά

• Alolema(s): δισκούρια Hsch.
tiro de disco ἐς δ. tanto como un tiro de disco, Il.23.523, cf. Apollon.Lex.986, Hsch.

Greek Monolingual

δίσκουρα, τα (Α)
βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. του ούρου «διάστημα, απόσταση»].

Greek Monotonic

δίσκουρα: τά (οὖρος), βολή, ρίξιμο δίσκου, ως μέτρο απόστασης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δίσκουρα: τά расстояние брошенного диска Hom.