ἔθος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔθος:''' -εος, τό ([[ἔθω]]), [[έθιμο]], [[συνήθεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν [[ἔθει]] [[εἶναι]], έχει τη [[συνήθεια]], σε Θουκ.· [[ἔθει]], καθ' έξιν, [[συνήθως]] σε Αριστ.
|lsmtext='''ἔθος:''' -εος, τό ([[ἔθω]]), [[έθιμο]], [[συνήθεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν [[ἔθει]] [[εἶναι]], έχει τη [[συνήθεια]], σε Θουκ.· [[ἔθει]], καθ' έξιν, [[συνήθως]] σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔθος:''' εος τό привычка, обыкновение, обычай: ἐξ ἔθους Plat., Plut., δι᾽ ἔ. или [[ἔθει]] Arst. и κατὰ τὸ ἔ. Plut. согласно обычаю, по обыкновению; νόμοι κατὰ τὰ ἔθη Arst. обычное право; ἔ. (sc. ἐστίν) Batr., Arst., Luc. или ἐν [[ἔθει]] ἐστίν τινι Thuc. у кого-л. в обычае, кто-л. привык.
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔθος Medium diacritics: ἔθος Low diacritics: έθος Capitals: ΕΘΟΣ
Transliteration A: éthos Transliteration B: ethos Transliteration C: ethos Beta Code: e)/qos

English (LSJ)

εος, τό, (ἔθω)

   A custom, habit, ἔ. τὸ πρόσθε τοκήων (but prob. f.l. for ἦθος) A.Ag.728 (lyr.); τὸ σύνηθες ἔ. S.Ph.894; εἰ τὸ ἔ. συνθήκη Pl.Cra.435a; πάτρια ἔ. Id.Plt.295a: prov., "ἔ., φασί, δευτέρη φύσις" Jul.Mis.353a; ἐν ἔθει τῇ πόλει εἶναι to be the habit, Th.2.64; ἔ. ἐστίν τινι, c. inf., Cratin.Jun.7.1, Alex.253; ἔθος ἔχειν, c. inf., Plu. Them.4; ἔθει by habit, habitually, opp. φύσει, Arist.EN1179b21; ἐν ἔθει Id.Fr.122; δι' ἔθος, opp. ἐκ γενετῆς, Id.EN1154a33; ἐξ ἔθους ib. 1103a17; κατὰ τὰ Ῥωμαίων ἔ. PSI3.182 (iii A. D.), etc. (σϝέθ-, cf. Lat. suesco; v. βεσόν.)

German (Pape)

[Seite 720] τό, die Gewohnheit, Sitte, der Brauch; ἀπέδειξεν ἔθος τὸ πρόσθε τοκήων, die von den Eltern angestammte Sitte, Sinnesart, Aesch. Ag. 710; τό τοι σύνηθες ὀρθώσει μ' ἔθος Soph. Phil. 882; vgl. Plat. Phaed. 82 b πολιτικὴ ἀρετὴ ἐξ ἔθους τε καὶ μελέτης γεγονυῖα ἄνευ φιλοσοφίας, die sich durch Gewohnheit von selbst bildet; καὶ ἀσκήσεις Rep. VII, 518 e; καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα Phaedr. 253 a; ἐν ἔθει τῇ πόλει ἦν, die Stadt war gewohnt, Thuc. 2, 64; ἔθος ἔχειν, c. inf., die Gewohnheit haben zu, Plut. Them. 4; ἔθος ἐστί, Luc. Tim. 13; ἐν ἔθει γενέσθαι τινός, sich gewöhnen an, Hdn. 5, 5; τὰ μὴ ἐν ἔθει, das Ungewohnte, D. Hal. 6, 53; ἐξ ἔθους, gewöhnlich, Plut. Alex. 57.

Greek (Liddell-Scott)

ἔθος: -εος, τὸ (ἔθω) συνήθεια, ἔθιμον, ἔθος τὸ πρόσθε τοκήων (ἔνθα εἶναι σχεδὸν ταυτόσημον τῇ λέξει ἦθος), Αἰσχύλ. Ἀγ. 728· τὸ σύνηθες ἔ. Σοφ. Φ. 894· ἀκολούθως συνηθέστατον παρὰ Πλάτ., Ἀριστ., κλ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· ἐν ἔθει εἶναι, ἔχειν τὴν συνήθειαν, Θουκ. 2. 64· ἔθος ἐστίν τινι, μετ’ ἀπαρ., Κρατῖν. ὁ Νεώτερος ἐν «Ταραντίνοις» 1, Ἄλεξ. ἐν «Φιλούσῃ» 1· ἔθος ἔχειν μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Θεμ. 4· ἔθει, κατ’ ἔθος, κατὰ συνήθειαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φύσει, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 6· δι’ ἔθος 7. 14, 4· ἐξ ἔθους 2. 1, 1· ἐν ἔθει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 119.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
coutume, usage : ἐν ἔθει τῇ πόλει ἦν THC c’était la coutume de la cité ; ἔθος ἔχειν, avec l’inf. PLUT avoir l’habitude ; ἔθει, d’habitude, habituellement ; κατὰ τὸ ἔθος, ἐξ ἔθους, d’après la coutume.
Étymologie: cf. ἔθω.

Spanish (DGE)

-εος, τό
I 1práctica, costumbre, hábito
a) μηδέ σ' ἔ. πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω y no te fuerce la costumbre por este camino Parm.B 7.3, cf. Arr.Epict.3.12.6, τό τοι σύνηθες ὀρθώσει μ' ἔ. S.Ph.894, τὸ γὰρ ἔ. τῇσι χερσὶ κάλλιστον διδασκαλεῖον Hp.Flat.1, cf. D.9.57, κατὰ τὸ ἔ. según lo acostumbrado Th.4.32, Luc.Alex.54, Eu.Luc.22.39, Aesop.226.1, παρὰ τὸ ἔ. fuera de hábito, en contra de lo acostumbrado ref. al régimen de vida, Hp.Acut.31, rel. c. la salud ἔ. δὲ ἐξ ὧν ὑγιαίνομεν Hp.Epid.6.8.23, πόρνη καὶ βαλανεὺς τωὐτὸν ἔχουσ' ... ἔ. Carm.Conu.22, τἀργύριον ... μικρόν, τὸ δὲ ἔ. μέγα, ὃ γίγνεται μετὰ τούτου el pago es pequeño, pero es grande la costumbre que se deriva de ello D.13.2, τὸ νῦν ἔ. Men.Fr.401, ὡς ἔ. como es costumbre, AP 6.209 (Antip.Thess.), cf. Hierocl.Facet.44b
c. dat. en or. nom. e inf. ἔ. ἐστὶν αὐτοῖς ... ταράττειν Cratin.Iun.7.1, ταῖς ἡμέραις ταύταις δὲ κωμάζειν ἔ. Alex.255, ὅσσα παρ' ἀνθρώποις τρώγειν ἔ. Batr.(a) 34, ὡς ἔ. ἐστὶν δίδοσθαι τοῖς συγγενέσιν τῶν βασιλέων LXX 1Ma.10.89, (Κελτοί) οἷς ἔ. ἦν ... διὰ τῶν ῥοωδεστάτων διανήχεσθαι D.C.60.20.2, ἔνθα μοι καθεύδειν ἔ. ἦν Ach.Tat.1.6.2, ὡς ἔ. αὐτοῖς λέγειν Mart.Pol.9.2, ὡς ἔ. ἐστί σοι PFay.125.5 (II d.C.)
c. ἔχω: ἔ. δ' ἔχω δειπνεῖν σὺν τῷ βασιλεῖ καθήμενος I.AI 6.226, οὐχ ἔ. ἐχούσης ἐρημεῖν (τῆς ψυχῆς) POxy.3057.27 (I/II d.C.), cf. Longus 1.8.3, Vit.Aesop.G 102.1
op. φύσις: εἰς ἔθη τε καὶ φύσιν Pl.R.395d, cf. Lg.655e, ὅμοιον γάρ τι τὸ ἔ. τῇ φύσει· ... ἡ μὲν φύσις τοῦ ἀεὶ, τὸ δὲ ἔ. τοῦ πολλάκις Arist.Rh.1370a7, δι' ἔ. op. ἐκ γενετῆς Arist.EN 1154a33, cf. Anon.in EN 122.12, 17, ἔ., φασί, δευτέρη φύσις Iul.Mis.353a;
b) como base de la conducta, la moral ἔθη ... οὐκ ἐθισθέντες καλά E.Fr.282.8, διδάξαι τὴν ψυχὴν ἔθεσι Pl.Lg.942c, ἔθεσι καὶ ἀσκήσεσιν Pl.R.518e, τὴν δημοτικὴν καὶ πολιτικὴν ἀρετὴν ... ἐξ ἔθους ... γεγονυῖαν ἄνευ φιλοσοφίας τε καὶ νοῦ Pl.Phd.82b, αἴσχιον ἔ. Lys.15.3, μετὰ ἔθους φαύλου ζῆν Str.3.4.16, ἀπεφέρετο εἰς τὸ καθ' ἡμέραν ἔ. Aeschin.1.95, cf. A.Al.7A.77, incluido en la παιδεία Arist.Pol.1332a40
frec. en juego de palabras c. ἦθος: ἐμφύεται πᾶσι τότε τὸ πᾶν ἦθος διὰ ἔ. Pl.Lg.792e, cf. 968d, Arist.EN 1103a17.
2 lingüíst. uso ἔ. καὶ συνθήκη Pl.Cra.435a, οὐ φύσει ... ἀλλὰ νόμῳ καὶ ἔθει τῶν ἐθισάντων Pl.Cra.384d, esp. ref. al uso dialectal y poético ἐθνικὸν ἔ. A.D.Synt.46.1, Ὁμηρικόν A.D.Synt.164.1, Δωρικόν A.D.Adu.169.25, κοινόν A.D.Adu.132.27.
II en un sent. institucional
1 uso establecido, norma consuetudinaria, tradición característica de pueblos o ciudades ἔ. τόδ' εἰς Ἕλληνας ἐξεδειξάμην, ἀεὶ κολαστὴς τῶν κακῶν καθεστάναι E.Supp.340, τόδ' ἔ. ἐν Σπάρτῃ ... κείμενον ἐστί Critias B 6.1, περὶ βαρβαρικῶν ἐθῶν Dionys.Stoic.1.93 tít., τὴν Λαυρεωτικὴν πρόσοδον ... ἔ. ... διανέμεσθαι la costumbre establecida de repartirse los ingresos (de las minas) de Laurión Plu.Them.4, Περσικὸν ἔ. Ph.2.301, ἐγχώρια Ep.Diog.5.4
sancionada por el tiempo y los antepasados ταῦτα γὰρ ἐν ἔθει τῇδε τῇ πόλει πρότερόν τε ἦν Th.2.64, μὴ μεταβάλλειν τὸ ἔ. Th.1.123, cf. 2.16, τὸ τοιοῦτον ἔ. ἡμῖν παρέδοσαν Isoc.4.43, cf. Lys.31.11, κατὰ τὸ τῶν προγόνων ἔ. IG 12(2).35b.25 (Mitilene I a.C.), πάτρια ἔθη Pl.Plt.295a, cf. LXX 4Ma.18.5, Act.Ap.28.17, I.BI 7.424, SIG 1073.20 (Olimpia II d.C.), ἀρχαῖον ἔ. D.C.29.1, 55.6.5, cf. SIG 821C.3 (Delfos I d.C.), τὸ παλαιὸν ἔ. Paus.1.44.1, IEphesos 26.8 (II d.C.)
en la constr. ἐξ ἔθους según la costumbre establecida, consuetudinariamente τὸ στεφανοῦν ἐξ ἔθους, οὐκ ἐκ προνοίας ποιεῖσθε Aeschin.3.178, cf. Babr.135.3, 141.5
en sent. econ. τὸ ἐξ ἔθους διδόμενον OGI 708.14 (II d.C.), cf. SEG 31.122.19 (Ática II d.C.), ἡ ἐξ ἔθους τιμή PGrenf.1.48.15 (II d.C.), τὸ ἐξ ἔθους ὀφειλόμενον δεῖπνον IWKil.Mitford 9a.7 (imper.), cf. IG 12(5).667.9 (Siro III d.C.), ὁ μισθός PFlor.180.8 (III d.C.), ἕδνα PCair.Preis.2.7 (IV d.C.), cf. Vett.Val.31.7, Cod.Iust.1.46.5
tb. κατὰ τὸ ἔ. POxy.370 (I d.C.), PRyl.78.17 (II d.C.), PHamb.23.35 (VI d.C.), cf. Iust.Nou.17.8, οἱ ἐν Ῥώμῃ στατιωνάριοι ἔ. εἶχον ἀεί ποτε ... παρέχειν ... (δηναρίους) σνʹ IG 14.830.32 (Campania II d.C.)
en or. nominal e inf. ἐν τοῖς ἱεροῖς ἐν οἷς ἔ. ἐστὶν ἀναγράφειν τὰς εὐεργεσίας IG 11(4).1039b.13 (III a.C.)
en paralelo u op. c. νόμος: παλαιὸν ἔ. καὶ πάτριος νόμος Isoc.4.55, 12.169, νόμοι τε καὶ ἔθη X.Mem.3.9.1, cf. Pl.Lg.951b, κατὰ <τοὺς> νόμους, ἢ ταῖς ἀνάγκαις, ἢ <τὸ> τρίτον ἔθει τινί Men.Fr.120, cf. SEG 22.507.15 (Quíos I d.C.), IGBulg.12.317 (Mesambria III d.C.), LXX Sap.14.16, τὸ πάρ' ἡμῖν ἔ. ... νόμου δύναμιν ἔχον Basil.Ep.160.2; c. νόμιμα Arist.Rh.1365b24 (var.), ἔθη καὶ νόμιμα Ph.2.46, cf. πονηρὸν ἔ. ... καὶ ὡς δηλατορίαν ἣν μισοῦσιν οἱ νόμοι SB 10989.52 (IV d.C.)
esp. c. la ley no escrita derecho consuetudinario νόμιμον ἔθει καὶ ἀγράφῳ νομισθὲν νόμῳ Pl.Lg.841b, cf. Plt.301e, κατὰ γράμματα νόμοι op. κατὰ τὰ ἔθη Arist.Pol.1287a6, cf. Anaximen.Rh.1421b36
en rom. el uso, la ley o derecho romano οὐκ ἔστιν ἔ. Ῥωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον πρὶν ἢ ὁ κατηγορούμενος ... Act.Ap.25.16, παρὰ τὸ κοινὸν ἔ. τῶν ἐπαρχειῶν contra la ley común de las provincias, ITemple of Hibis 4.11 (I d.C.).
2 rel. la relig. tradición, uso, incluso rito ὥσπερ ἔ. ἐστίν en la procesión de Eleusis, And.Myst.111, cf. Call.Lau.Pall.36, θύειν αὐτοῖς ἔ. ἔχουσι Theopomp.Hist.347b, ὡς ἦν ἔ. como era tradicional ref. costumbres funerarias, D.C.67.3.41, cf. Paus.10.21.7, Eu.Io.19.40, μυστήρια ... ἐπιτελοῦνται ... μετὰ ... νομίμων ἐθῶν IEphesos 213.7 (I d.C.), LXX 2Ma.11.25, 13.4, τὸ ἔ. τῆς ἱερατείας Eu.Luc.1.9, cf. Act.Ap.6.14, I.AI 2.313, Nonn.Par.Eu.Io.19.40, περιτμηθῆναι κατὰ τὸ ἔ. ser circuncidado según el rito, BGU 82.12 (II d.C.), τὰ ἔθη καὶ νομοθετήματα Gr.Naz.M.35.649A, cf. Gr.Nyss.Eun.3.9.58, CNic.(325) Can.6.

• Etimología: Quizá de *sedhos, cf. ai. sádhiṣ, lat. sēdēs, etc. ¿O de *su̯edhos, cf. c. otro suf. ai. svadhā́- ‘carácter’, deriv. del tema pron. *su̯e-?

English (Strong)

from ἔθω; a usage (prescribed by habit or law): custom, manner, be wont.

English (Thayer)

ἐθεος (ἦθος), τό, from Aeschylus (Agam. 728 (?); better from Sophocles) down, custom: ἔθος ἐστι τίνι followed by an infinitive, usage prescribed by law, institute, prescription, rite: περιτέμνεσθαι τῷ ἔθει Μωϋσέως, ἀλλάξει τά ἔθη ἅ παρέδωκε Μωϋσῆς, Acts 6:14.

Greek Monolingual

το (AM ἔθος)
συνήθεια, έξη, έθιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IEswedhos < ΙΕ ρ. swedh-, της οποίας η εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod-ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου συνδέεται με αρχ. ινδ. suadhā «κλίση, συνήθεια» και με γοτθ. sidus «συνήθεια».
ΠΑΡ. αρχ. εθήμων, εθικός
(αρχ.- μσν.) εθάς, εθίζω, έθιμος].

Greek Monotonic

ἔθος: -εος, τό (ἔθω), έθιμο, συνήθεια, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν ἔθει εἶναι, έχει τη συνήθεια, σε Θουκ.· ἔθει, καθ' έξιν, συνήθως σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἔθος: εος τό привычка, обыкновение, обычай: ἐξ ἔθους Plat., Plut., δι᾽ ἔ. или ἔθει Arst. и κατὰ τὸ ἔ. Plut. согласно обычаю, по обыкновению; νόμοι κατὰ τὰ ἔθη Arst. обычное право; ἔ. (sc. ἐστίν) Batr., Arst., Luc. или ἐν ἔθει ἐστίν τινι Thuc. у кого-л. в обычае, кто-л. привык.