ἐπιστορέννυμι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστορέννῡμι:''' μέλ. <i>-στρώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστόρεσα</i> ή <i>-έστρωσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στρώνω]] ή [[επιστρώνω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σελώνω, [[σαμαρώνω]], [[φορτώνω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπιστορέννῡμι:''' μέλ. <i>-στρώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστόρεσα</i> ή <i>-έστρωσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στρώνω]] ή [[επιστρώνω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σελώνω, [[σαμαρώνω]], [[φορτώνω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστορέννῡμι:''' <b class="num">1)</b> (на чем-л.) расстилать ([[δέρμα]] αἰγός Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> покрывать (ἡ [[κάμηλος]] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστορέννῡμι Medium diacritics: ἐπιστορέννυμι Low diacritics: επιστορέννυμι Capitals: ΕΠΙΣΤΟΡΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epistorénnymi Transliteration B: epistorennymi Transliteration C: epistorennymi Beta Code: e)pistore/nnumi

English (LSJ)

or (Hsch. s.v. ψιάθια) ἐπιστόρνυμι: fut. -στρώσω: aor. 1 -εστόρεσα or -έστρωσα: aor. Med.

   A -εστορέσαντο Nonn.D.24.334:—strew or spread upon, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα upon the bed, Od. 14.50; ἱμάτιον ἐπὶ τὸ ξύλον Hp.Art.75; a barbarous fut., ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, only in Ps.-Luc.Philopatr.24.    2. saddle, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον J.AJ8.9.1; [ἡ κάμηλος] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.Prom.Es4.

German (Pape)

[Seite 985] (s. στορέννυμι, darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστορέννῡμι: ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι ἐπάνω εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) ἐπισάττω, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπεστόρεσα;
étendre sur ; Pass. être couvert d’une housse.
Étymologie: ἐπί, στορέννυμι.

Greek Monolingual

ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α)
1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» — έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.)
2. σαμαρώνω
κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»].

Greek Monotonic

ἐπιστορέννῡμι: μέλ. -στρώσω, αόρ. αʹ -εστόρεσα ή -έστρωσα·
1. στρώνω ή επιστρώνω, σε Ομήρ. Οδ.
2. σελώνω, σαμαρώνω, φορτώνω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστορέννῡμι: 1) (на чем-л.) расстилать (δέρμα αἰγός Hom. - in tmesi);
2) покрывать (ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.).