εὐφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐφροσύνη:''' Επικ. ἐϋφρ-, ἡ ([[εὔφρων]]), [[ευθυμία]], [[κέφι]], [[χαρά]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[συμπόσιο]], [[ξεφάντωμα]], [[γλέντι]], γενική [[ευθυμία]], χαρμόσυνη [[διάθεση]], στο ίδ.· στον πληθ., ευχάριστες σκέψεις, φροντίδες, στο ίδ.· εκδηλώσεις, εορτασμοί, σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''εὐφροσύνη:''' Επικ. ἐϋφρ-, ἡ ([[εὔφρων]]), [[ευθυμία]], [[κέφι]], [[χαρά]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[συμπόσιο]], [[ξεφάντωμα]], [[γλέντι]], γενική [[ευθυμία]], χαρμόσυνη [[διάθεση]], στο ίδ.· στον πληθ., ευχάριστες σκέψεις, φροντίδες, στο ίδ.· εκδηλώσεις, εορτασμοί, σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφροσύνη:''' эп. [[ἐϋφροσύνη]] (σῠ) ἡ тж. pl. радость, веселье Pind., Xen., Plat., Plut.; [[γέλω]] τε καὶ εὐφροσύνην παρέχειν Hom. смеяться и веселиться; ὁ παρὰ καλλιοτεφάνοις εὐφροσύναις [[δαίμων]] Eur. бог украшенных венками веселий (пиров), т. е. Вакх.
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφροσύνη Medium diacritics: εὐφροσύνη Low diacritics: ευφροσύνη Capitals: ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: euphrosýnē Transliteration B: euphrosynē Transliteration C: effrosyni Beta Code: eu)frosu/nh

English (LSJ)

Ep. ἐϋφρ-, ἡ, (εὔφρων)

   A mirth, merriment, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι Od.20.8, cf. 10.465, etc.; esp. of a banquet, good cheer, festivily, οὐ . . τί φημι χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτ' ἐϋφροσύνη μὲν ἔχῃ κατὰ δῆμον ἅπαντα κτλ. 9.6, cf. h.Merc.449, 482, etc.; κρατὴρ μεστὸς ἐϋφροσύνης Xenoph.1.4: pl., σφισι θυμὸς αἰὲν ἐϋφροσυνῃσιν ἰαίνεται is cheered with glad thoughts, Od.6.156; festivities, A.Pr. 539, E.Ba.377 (both lyr.), etc.: chiefly poet., used by X.Cyr.8.1.32, Ages.9.4 (pl.): in sg., Id.Cyr.3.3.7, Pl.Ti.80b; ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐ. Epicur. Fr.2: also in later Prose, LXX Ge.31.27, al., Act.Ap.2.28, Diogenian. Epicur.4.50, PLips.119 ii 1 (iii A. D.), etc.; εὐ. ψυχῆς οἶνος πινόμενος LXX Si.34.28 (31.36).    II pr. n., Euphrosyne, one of the Graces, Hes.Th.909, etc.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋφροσύνη;
ης (ἡ) :
1 joie, gaîté, plaisir;
2 particul. joie dans un festin, bonne chère.
Étymologie: εὔφρων.

English (Strong)

from the same as εὐφραίνω; joyfulness: gladness, joy.

English (Thayer)

εὐφροσύνης, ἡ (εὔφρων (well-minded, cheerful)), from Homer down; good cheer, joy, gladness: Acts 14:17>.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐφροσύνη, Α επικ. τ. ἐϋφροσύνη) εύφρων
1. χαρά, ευθυμία, φαιδρότητα, αγαλλίαση («γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι», Ομ. Οδ.)
αρχ.
ως κύριο όν. ἡ Εὐφροσύνη
μία από τις τρεις Χάριτες.

Greek Monotonic

εὐφροσύνη: Επικ. ἐϋφρ-, ἡ (εὔφρων), ευθυμία, κέφι, χαρά, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για συμπόσιο, ξεφάντωμα, γλέντι, γενική ευθυμία, χαρμόσυνη διάθεση, στο ίδ.· στον πληθ., ευχάριστες σκέψεις, φροντίδες, στο ίδ.· εκδηλώσεις, εορτασμοί, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφροσύνη: эп. ἐϋφροσύνη (σῠ) ἡ тж. pl. радость, веселье Pind., Xen., Plat., Plut.; γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχειν Hom. смеяться и веселиться; ὁ παρὰ καλλιοτεφάνοις εὐφροσύναις δαίμων Eur. бог украшенных венками веселий (пиров), т. е. Вакх.