ἦνοψ: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἦνοψ:''' -οπος, ὁ, ἡ, στον Όμηρ., [[πάντοτε]] στη [[φράση]] <i>ἤνοπι χαλκῷ</i>, με χαλκό που λάμπει και ακτινοβολεί (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἦνοψ:''' -οπος, ὁ, ἡ, στον Όμηρ., [[πάντοτε]] στη [[φράση]] <i>ἤνοπι χαλκῷ</i>, με χαλκό που λάμπει και ακτινοβολεί (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἦνοψ:''' οπος [*ὄψ] блистающий, сверкающий: только в выражении ἤνοπι χαλκῷ Hom. сверкающей медью.
}}
}}

Revision as of 21:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦνοψ Medium diacritics: ἦνοψ Low diacritics: ήνοψ Capitals: ΗΝΟΨ
Transliteration A: ē̂nops Transliteration B: ēnops Transliteration C: inops Beta Code: h)=noy

English (LSJ)

οπος, ὁ, ἡ, perh.

   A gleaming, ἤνοπι χαλκῷ Il.16.408, 18.349, Od.10.360; οὐρανός Call.Fr.anon.24; πυρός ib.28. (Expld. as,= ἄν-οψ, not to be looked at, dazzling, by Scholl.in Lexx., but ϝῆνοψ is prob. in Hom.)

German (Pape)

[Seite 1173] οπος, Il. 16, 408. 18, 349 Od. 10, 360 in der Vrbdg ἤνοπι χαλκῷ, οὐρανὸς ἦνοψ poet. bei Suid. v. ἔνδιος, nach Einigen funkelnd, für ἄνοψ, was man vor Glanz nicht ansehen kann, oder mit ἔνοπτρον zusammenhangend, spiegelblank; unwahrscheinlicher von ὄψ abgeleitet, ἔνηχος, helltönend, womit das von Suid. erwähnte ἤνοπα πυρὸν ἔδουσιν nicht zu vereinigen ist. Vgl. νῶροψ.

Greek (Liddell-Scott)

ἦνοψ: -οπος, ὁ, ἡ, ἐν Ὁμ. Ἰλ. Π. 408, Σ. 349, Ὀδ. Κ. 360, ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, ἤνοπι χαλκῷ, μὲ λάμποντα, ἀκτινοβόλον χαλκόν. Οἱ ἀρχαῖοι ἐξελάμβανον αὐτὸ ὡς = ἄνοψ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προσβλέψῃ διὰ τὴν λαμπρότητα, θαμβερός, πρβλ. νῶροψ. Ὁ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἔνδιος, ἦνοψ, ἀναφέρει αὐτὸ καὶ ὡς ἐπίθ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ πυροῦ (σίτου).

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ, ἡ)
à l’aspect brillant, éclatant.
Étymologie: pour *Ϝῆνοψ, d’une R. Ϝαν, Ϝα, briller, et ὀπ-, voir.

English (Autenrieth)

οπος (ϝῆνοψ): bright, gleaming, χαλκός.

Greek Monolingual

ἦνοψ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που λάμπει, λαμπρός («ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Fήν-οψ, με ανερμήνευτο το Fηv-. Η κατάληξη -οψ < οψ «όψη», πρβλ. αίθ-οψ, νώροψ κ.ά. με παρεμφερή σημασία με το ήνοψ. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει συνήθως τα: χαλκός, ουρανός, πυρ,-ός. Σύμφωνα με τη γλώσσα του Ησύχ. επίσης: ἤνοπα
λαμπρόν, πάνυ ἔνηχον, διαφανῆ).

Greek Monotonic

ἦνοψ: -οπος, ὁ, ἡ, στον Όμηρ., πάντοτε στη φράση ἤνοπι χαλκῷ, με χαλκό που λάμπει και ακτινοβολεί (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἦνοψ: οπος [*ὄψ] блистающий, сверкающий: только в выражении ἤνοπι χαλκῷ Hom. сверкающей медью.