Κάστωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κάστωρ:''' -ορος, ὁ, ο Κάστορας, [[γιος]] του [[Δία]] (ή Τυνδάρεω) και της Λήδας, αδερφός του Πολυδεύκη, σε Όμηρ.
|lsmtext='''Κάστωρ:''' -ορος, ὁ, ο Κάστορας, [[γιος]] του [[Δία]] (ή Τυνδάρεω) και της Λήδας, αδερφός του Πολυδεύκη, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κάστωρ:''' ορος ὁ Кастор<br /><b class="num">1)</b> брат Леды и Полидевка, укротитель коней Hom.;<br /><b class="num">2)</b> критянин, сын Гилака, мнимый отец Одиссея Hom.;<br /><b class="num">3)</b> греч. грамматик II в. до н. э. Plut.
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κάστωρ Medium diacritics: Κάστωρ Low diacritics: Κάστωρ Capitals: ΚΑΣΤΩΡ
Transliteration A: Kástōr Transliteration B: Kastōr Transliteration C: Kastor Beta Code: *ka/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, Castor, Il.3.237, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Κάστωρ: -ορος, ὁ, ὑιὸς τοῦ Διὸς (ἢ τοῦ Τυνδάρεω) καὶ τῆς Λήδας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Πολυδεύκους, Ἰλ. Γ. 237 κἑξ., Ὀδ. Ξ. 204 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
Castor, fils de Zeus ou de Tyndarée et de Léda, frère de Pollux.
Étymologie: κα = κατά et ἀστήρ, litt. la contre-étoile, càd l’astre qui brille à l’opposite de son frère jumeau Pollux = Πολυδεύκης « le très brillant ».

English (Autenrieth)

Castor.—(1) son of Zeus and Leda, brother of Polydeuces and Helen, famed for horsemanship (ἱππόδαμος), as participant in the hunt of the Calydonian boar, and in the Argonautic expedition, Il. 3.237, Od. 11.299 ff.— (2) son of Hylacus, Od. 14.204.

English (Slater)

Κάστωρ (in gen. only, Κάστορος.) son of Leda and Tyndareus, but of Zeus (P. 4.171), half brother to Polydeukes, killed by Idas; the Dioskouroi were worshipped in connection with horseracing, with their principal shrine at Therapnai. ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοί νιν μετανίσεαι ἕκατι χρυσαρμάτου Κάστορος (ἢ ὅτι ἱππικὸς ὁ θεὸς ἢ ὅτι ἐπιφανῶς ἄγουσιν οἱ Κυρηναῖοι τὰ Διοσκούρεια. Σ, cf. v. 21) (P. 5.9)
   1 Κάστορος βίαν δέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.61) Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος (N. 10.49) ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) (Ζεὺς) ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος (N. 10.90) Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει) (I. 5.33) Καστ[ Θρ. 6. 5. test., Σ (I. 1.21) †ἀλλ' εὑρήματα Πινδάρου ἐν ὑπορχήμασιν ὡς εὕρημα Κάστορος, ὡς αὐτὸς λέγει (corruptum, cf. Σ (P. 5.10), δοκεῖ δὲ πρῶτος συνωρίδα καταζεῦξαι Κάστωρ) fr. 114.

Greek Monotonic

Κάστωρ: -ορος, ὁ, ο Κάστορας, γιος του Δία (ή Τυνδάρεω) και της Λήδας, αδερφός του Πολυδεύκη, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

Κάστωρ: ορος ὁ Кастор
1) брат Леды и Полидевка, укротитель коней Hom.;
2) критянин, сын Гилака, мнимый отец Одиссея Hom.;
3) греч. грамматик II в. до н. э. Plut.