καταπλύνω: Difference between revisions
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπλύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[πλένω]] χύνοντας, [[καταβρέχω]], [[ξεπλένω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξεπλένω]]· — Παθ., μεταφ., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλῠται, το [[ζήτημα]] έχει ξεπλυθεί, δηλ. έχει λησμονηθεί, σε Αισχίν. | |lsmtext='''καταπλύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[πλένω]] χύνοντας, [[καταβρέχω]], [[ξεπλένω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξεπλένω]]· — Παθ., μεταφ., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλῠται, το [[ζήτημα]] έχει ξεπλυθεί, δηλ. έχει λησμονηθεί, σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπλύνω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> ополаскивать, омывать (ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> споласкивать, смывать (τὸ [[ὑγρόν]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. смывать, стирать, изглаживать из памяти ([[νῦν]] δ᾽ [[ἤδη]] καταπέπλῠται τὸ [[πρᾶγμα]] Aeschin.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:51, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ],
A drench, ὕδατι τὴν κεφαλήν X.Eq.5.6. II wash out, remove by washing, [ἁλμυρόν τι] Arist.Mete.357b5:—Pass., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Thphr.CP3.24.3: metaph., καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα the affair is washed out, has become worthless, Aeschin.3.178, cf. Poll.7.38.
German (Pape)
[Seite 1371] (s. πλύνω), eigtl. von oben herabspülen, abwaschen; ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen. de re equ. 5, 6; καταπλυθείς Theophr.; Sp. – Uebertr., τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται, die Sache ist ausgewaschen, ist vergessen, abgethan, Aesch. 3, 178, was Poll. 7, 48 erkl.: οὐδενὸς ἄξιόν τι ἀποπεφάνθαι.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλύνω: ῡ, πλύνω ἐπιχέων ἐπί τινος ὑποκειμένου, καταβρέχω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 546· ὕδατι τὴν κεφαλὴν Ξεν, Ἱππ. 5. 6· τὴν κεφαλὴν καταπλύνειν μᾶλλον δεῖ ἢ καθαίρειν Πολυδ. Α΄, 200· ὀχετὸν ἐκκαθαίρειν κορήθρῳ καὶ καταπλύνειν ὕδατι πολλῷ Ἀρτεμίδ. 5. 79. ΙΙ. πλύνων ἀποβάλλω, ἀποπλύνω, «ξεπλύνω», τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.― Παθ., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 24, 3· μεταφορ., τὸ πρᾶγμα καταπέπλῠται, ἡ ὑπόθεσις «ἐξεπλύθη», δηλ. ἐλησμονήθη καὶ ἠφανίσθη, ἢ οὐδενὸς ἄξιον κατέστη (ἐπειδὴ ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ ἀντιτίθεται τῷ τίμιον ἦν) (ἐκ μεταφορᾶς, τῶν χρωμάτων τῶν πλυνομένων ὑφασμάτων, ἅτινα διὰ τῆς πολλῆς πλύσεως ἐξαφανίζονται), Αἰσχίν. 79. 19, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 38.
French (Bailly abrégé)
1 laver en versant sur;
2 enlever en lavant, nettoyer.
Étymologie: κατά, πλύνω.
Greek Monolingual
καταπλύνω (Α)
1. πλένω κάτι με νερό, καταβρέχω
2. αποβάλλω κάτι με το πλύσιμο, αποπλύνω, ξεπλένω
3. μτφ. (για γεγονότα) λησμονιέμαι, ξεθωριάζω («τὸ πρᾱγμα καταπέπλυται» — η υπόθεση λησμονήθηκε και εξαφανίστηκε, Αισχίν.).
Greek Monotonic
καταπλύνω: [ῡ],
I. πλένω χύνοντας, καταβρέχω, ξεπλένω, σε Ξεν.
II. ξεπλένω· — Παθ., μεταφ., τὸ πρᾶγμα καταπέπλῠται, το ζήτημα έχει ξεπλυθεί, δηλ. έχει λησμονηθεί, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
καταπλύνω: (ῡ)1) ополаскивать, омывать (ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen.);
2) споласкивать, смывать (τὸ ὑγρόν Arst.);
3) перен. смывать, стирать, изглаживать из памяти (νῦν δ᾽ ἤδη καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα Aeschin.).