κατόψιος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατόψιος:''' -ον ([[ὄψις]]), [[ορατός]], αντικρυνός, <i>τινος</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''κατόψιος:''' -ον ([[ὄψις]]), [[ορατός]], αντικρυνός, <i>τινος</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατόψιος -ον [καθοράω] in het zicht, met gen.: κ. γῆς τῆσδε in het zicht van dit land Eur. Hipp. 30. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ὄψις)
A visible, A.R.2.543. II in sight of, opposite, γῆς τῆσδε E.Hipp.30.
German (Pape)
[Seite 1406] vor Augen liegend, sichtbar, Ap. Rh. 2, 543. Aber γῆς τῆσδε κατόψιον πέτραν ist = vor Augen, gegenüberliegend, Eur. Hipp. 30.
Greek (Liddell-Scott)
κατόψιος: -ον, (ὄψις) ὁρατός, πᾶσαι αἱ κέλευθοι κατόψιοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 545. ΙΙ. ἐνώπιον, ἀπέναντι, τίνος Εὐρ. Ἱππ. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a vue sur, qui est en face de, gén..
Étymologie: κατόψομαι.
Greek Monolingual
κατόψιος, -ον (Α)
1. ορατός
2. φρ. «κατόψιός τινος» — αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» < φρ. κατ' ὄψιν].
Greek Monotonic
κατόψιος: -ον (ὄψις), ορατός, αντικρυνός, τινος, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατόψιος -ον [καθοράω] in het zicht, met gen.: κ. γῆς τῆσδε in het zicht van dit land Eur. Hipp. 30.