κοπίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοπίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κόπτω]]), μπαλντάς, [[τσεκούρι]], [[χαντζάρα]], μεγάλο κυρτό [[μαχαίρι]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''κοπίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κόπτω]]), μπαλντάς, [[τσεκούρι]], [[χαντζάρα]], μεγάλο κυρτό [[μαχαίρι]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κοπίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> нож ([[μαγειρική]] Plut.; φονία Anth.): κ. [[μάχαιρα]] Eur. = [[μάχαιρα]];<br /><b class="num">2)</b> сабля (преимущ. персидская) Xen., Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 23:11, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπίς Medium diacritics: κοπίς Low diacritics: κοπίς Capitals: ΚΟΠΙΣ
Transliteration A: kopís Transliteration B: kopis Transliteration C: kopis Beta Code: kopi/s

English (LSJ)

(B), ίδος, ἡ, (κόπτω)

   A chopper, cleaver, Hermipp.46 (anap.), Ar. Fr.138, S.Fr.894, D.S.12.24, etc.; νερτέρων κ., prob. for κόνις, S.Ant. 602 (lyr.); broad curved knife, used by the Thessalians, E.El.837; by Orientals, X.Cyr.2.1.9, 6.2.10: as Adj., κ. μάχαιρα E.Cyc.241: metaph., of Phocion, ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κ. D.ap.Plu.Phoc.5.    2κόπις (parox.) κέντροιο κ. sting of a scorpion, Nic.Th.780; cf. κόπιες· κέντρα ὀρνίθ<ε>ια, Hsch.    II among the Lacedaemonians, feast given on certain festivals to strangers, Cratin.164, Eup.138, Philyll.16.

German (Pape)

[Seite 1482] ἡ, Schlachtmesser, Opfer-, Kuchen-, Henkermesser; μάχαιρα, Eur. Cycl. 240; Ar. bei Poll. 10, 104; vgl. Ath. IV, 169 b; μαγειρική Plut. Lyc. 2 u. sonst; φονία Add. 3 (VI, 228); – der kurze, krumme Säbel der Barbaren, bes. der Perser, Xen. Cyr. 2, 1, 9 u. öfter; Plut. Alex. 16; neben ἀκινάκης, Aristid. 18; vgl. Curt. 8, 14; αἱμαλέαι, Leon. Tar. 23 (VI, 129); – übertr. nennt Demosthenes den Phocion ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπίς, Plut. Phoc. 5; – κέντροιο κοπίς, vom Stachel des Skorpions, Nic. Ther. 780. – Bei den Lacedämoniern hieß so eine gewisse Mahlzeit, die man an einem Feste Fremden vorsetzte, Eupol. u. Cratin. Ath. IV, 138 e, vgl. Polemo ib. II, 56 a.

Greek (Liddell-Scott)

κοπίς: -ίδος, ἡ, (κόπτω) μάχαιρα ἀξινοειδὴς τοῦ μαγειρείου, Τουρκ. «σατῆρι», Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 184, κτλ., πρβλ. θήγω ΙΙ· πλατεῖα κυρτὴ μάχαιρα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς, Εὐρ. Ἑλ. 837· καὶ παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς ἔθνεσι, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 9., 6. 2, 10 (πρβλ. σάγαριςὡσαύτως, κ. μάχαιρα Εὐρ. Κύκλ. 241· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 602, ἴδε καταμάω· ― ὁ Δημ. συνείθιζε νὰ καλῇ τὸν Φωκίωνα ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπίς, Πλουτ. Φωκ. 5. ΙΙ. κέντροιο κ., τὸ κέντρον σκορπίου, Νικ. Θηρ. 780. ΙΙ. παρὰ τοῖς Λακεδαιμονίοις, ἑστίασις τῶν ξένων κατά τινας ἑορτάς, ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1, Εὔπολ, ἐν «Εἵλωσιν» 1, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 7.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 couteau de sacrifice ou de cuisine;
2 épée courte et tranchante des Orientaux.
Étymologie: R. Κοπ, v. κόπτω.

Greek Monolingual

κοπίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κοπίδα.

Greek Monotonic

κοπίς: -ίδος, ἡ (κόπτω), μπαλντάς, τσεκούρι, χαντζάρα, μεγάλο κυρτό μαχαίρι, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κοπίς: ίδος ἡ1) нож (μαγειρική Plut.; φονία Anth.): κ. μάχαιρα Eur. = μάχαιρα;
2) сабля (преимущ. персидская) Xen., Plut., Anth.