κυνηγετέω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνηγετέω:''' Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κυνηγέτης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατατρύχω]], όπως [[ένας]] [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κῠνηγετέω:''' Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κυνηγέτης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατατρύχω]], όπως [[ένας]] [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνηγετέω:''' дор. κῠνᾱγετέω<br /><b class="num">1)</b> идти на охоту Arph., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> охотиться, ловить или убивать на охоте (ὗς ἀγρίους Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> выслеживать (τὰ ἴχνη τινός Soph.);<br /><b class="num">4)</b> (тж. κ. διωγμόν τινος Eur.) преследовать (τινα Aesch., Plut.).
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγετέω Medium diacritics: κυνηγετέω Low diacritics: κυνηγετέω Capitals: ΚΥΝΗΓΕΤΕΩ
Transliteration A: kynēgetéō Transliteration B: kynēgeteō Transliteration C: kynigeteo Beta Code: kunhgete/w

English (LSJ)

Dor. κυνᾱγ-,

   A hunt, Ar.Eq.1382, X. Cyn.5.34, etc.: c. acc., ὗς ἀγρίους κ. Aeschin.3.255, cf. Plb.31.14.3: metaph., persecute, harass, A.Pr.572 (lyr.); hunt down, τινας Plu. Mar.43: c. acc. cogn., κ. τέκνων διωγμόν E.HF898 (lyr.): abs., quest about, like a hound, S.Aj.5.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λέξ. κυναγός)· ― κυνηγῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1382, Ξεν., κλ.· πρβλ. ἐκκυνηγετέω· ― μεταφορ., καταδιώκω, κατατρύχω Αἰσχύλ., Πρ. 573. μετὰ συστοίχ. αἰτ., Σοφ. Αἴ. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. aller à la chasse;
2 tr. poursuivre à la chasse, chasser ; fig. poursuivre, harceler, ou simpl. rechercher la piste, acc..
Étymologie: κυνηγέτης.

Greek Monotonic

κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. -ήσω (κυνηγέτης),
I. κυνηγώ, καταδιώκω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, σε Αισχύλ.
II. κατατρύχω, όπως ένας κυνηγετικός σκύλος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγετέω: дор. κῠνᾱγετέω
1) идти на охоту Arph., Xen.;
2) охотиться, ловить или убивать на охоте (ὗς ἀγρίους Aeschin.);
3) выслеживать (τὰ ἴχνη τινός Soph.);
4) (тж. κ. διωγμόν τινος Eur.) преследовать (τινα Aesch., Plut.).