νάκη: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νάκη:''' [ᾰ], ἡ, [[δέρμα]] καλυμμένο από [[μαλλί]] ή [[τρίχωμα]], [[δέρμα]] προβάτου ή κατσίκας, [[προβιά]] σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''νάκη:''' [ᾰ], ἡ, [[δέρμα]] καλυμμένο από [[μαλλί]] ή [[τρίχωμα]], [[δέρμα]] προβάτου ή κατσίκας, [[προβιά]] σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νάκη:''' <b class="num">I</b> ἡ Hom. = [[νάκος]].<br /><b class="num">II</b> τά pl. к [[νάκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A woolly or hairy skin, ἂν δὲ νάκην ἕλετ' αἰγός Od.14.530; also of sheep, Lyc.1310; αἰγῶν νάκαι καὶ προβάτων Paus.4.11.3. (Cf. OE. næsc 'leather'.)
German (Pape)
[Seite 228] ἡ, wolliges Fell, Vließ, bes. der Ziege, Od. 14, 530, u. des Schaafes, vgl. das bes. bei Sp. gebräuchlichere νάκος; E. M. unterscheidet νάκη als Ziegenfell von κώδιον, Schaaffell.
Greek (Liddell-Scott)
νάκη: [ᾰ], ἡ, δέρμα δασύμαλλον, ἂν δὲ νάκην ἕλετ’ αἰγὸς Ὀδ. Ξ. 530· ὡσαύτως προβάτου, Λυκόφρων 1310· αἰγῶν νάκαι καὶ προβάτων Παυσ. 4. 11, 3. Πρβλ. νάκος.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
c. νάκος.
2ῶν (τά) :
pl. de νάκος.
English (Autenrieth)
hairy skin; αἰγός, Od. 14.530†.
Greek Monolingual
νάκη, ἡ (Α)
δασύμαλλο δέρμα, ιδίως αίγας ή προβάτου, προβιά («περιεβέβληντο αἰγῶν νάκας καὶ προβάτων», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τής ίδιας πιθ. ετυμολ. οικογένειας με το αγγλοσαξ. noesc «μαλακό δέρμα» και το αρχ. πρωσ. nognan «δέρμα» από ΙΕ ρ. nak-s-. Δεν φαίνεται, αντίθετα, πιθανή η σύνδεσή του με το νάσσω «συμπιέζω». Το ζεύγος τών παράλλ. τ. νάκος / νάκη ανάλογο τών νάπος / νάπη, βλάβος / βλάβη.
Greek Monotonic
νάκη: [ᾰ], ἡ, δέρμα καλυμμένο από μαλλί ή τρίχωμα, δέρμα προβάτου ή κατσίκας, προβιά σε Ομήρ. Οδ.