οἰκτίρμων: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκτίρμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[ελεήμων]], [[φιλεύσπλαγχνος]], σε Θεόκρ., Κ.Δ. | |lsmtext='''οἰκτίρμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[ελεήμων]], [[φιλεύσπλαγχνος]], σε Θεόκρ., Κ.Δ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκτίρμων:''' 2, gen. ονος сострадательный, милосердный Theocr., NT, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A merciful, Gorg.Pal.32, Theoc.15.75,AP7.359, LXXEx. 34.6, al., Ev.Luc.6.36.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτίρμων: -ον, γεν. ονος, ἐλεήμων, πλήρης ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, Θεόκρ. 15. 75, Ἀνθ. Π. 7. 359, Καιν. Διαθ.
English (Strong)
from οἰκτείρω; compassionate: merciful, of tender mercy.
English (Thayer)
οἰκτιρμόν, genitive ὀικτιρμονος (ὀκτείρω), merciful: Theocritus, 15,75; Anth. 7,359, 1 (Epigr. Anth. Pal. Append. 223,5); the Sept. for רַחוּם.) ("In classic Greek only a poetic term for the more common ἐλεήμων." Schmidt iii., p. 580.)
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ οἰκτίρμων, -ον)
ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ).
επίρρ...
οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως)
με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα -μων (πρβλ. ιχνεύ-μων)].
Greek Monotonic
οἰκτίρμων: -ον, γεν. -ονος, ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος, σε Θεόκρ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκτίρμων: 2, gen. ονος сострадательный, милосердный Theocr., NT, Anth.