προϋπολαμβάνω: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προϋπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[νομίζω]] εκ των προτέρων, σε Αριστ. | |lsmtext='''προϋπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[νομίζω]] εκ των προτέρων, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προϋπολαμβάνω:''' заранее принимать, предполагать (τι Arst.): [[ἀλόγως]] π. Arst. делать неосновательные предположения. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A assume beforehand, Arist.APo.71a12; ἀλόγως π. make an improbable presumption, Id.Po.1461b1. 2 hold an opinion previously, Id.Rh. 1395b6.
German (Pape)
[Seite 795] (s. λαμβάνω), vorher annehmen, glauben, Arist. an. post. 1, 1 rhet. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
προϋπολαμβάνω: ὑπολαμβάνω, νομίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 1, 3, Ρητ. 2. 21, 16· ἀλόγως πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 25. 24.
French (Bailly abrégé)
supposer auparavant, présumer.
Étymologie: πρό, ὑπολαμβάνω.
Greek Monolingual
Α ὑπολαμβάνω
1. παραδέχομαι, αποδέχομαι προηγουμένως κάτι
2. σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων.
Greek Monotonic
προϋπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, νομίζω εκ των προτέρων, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
προϋπολαμβάνω: заранее принимать, предполагать (τι Arst.): ἀλόγως π. Arst. делать неосновательные предположения.