πύξος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πύξος:''' ἡ, είδος θάμνου ([[πύξος]]) ή το [[ξύλο]] του πύξου, Λατ. [[buxus]].
|lsmtext='''πύξος:''' ἡ, είδος θάμνου ([[πύξος]]) ή το [[ξύλο]] του πύξου, Λατ. [[buxus]].
}}
{{elru
|elrutext='''πύξος:''' ἡ бот. букс, самшит (Buxus sempervirens) Arst.
}}
}}

Revision as of 03:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύξος Medium diacritics: πύξος Low diacritics: πύξος Capitals: ΠΥΞΟΣ
Transliteration A: pýxos Transliteration B: pyxos Transliteration C: pyksos Beta Code: pu/cos

English (LSJ)

ἡ,

   A box, Buxus sempervirens, Thphr.HP3.15.5, Arist.Mu. 401a3, Mir.831b23, etc. (Hom. only has Adj. πύξινος): prov., πύξον εἰς Κύτωρον ἤγαγες 'carry coals to Newcastle', Eust.88.3.    2 boxwood, IG42(1).102.45 (Epid., iv. B.C.), Nic.Al.579, Th.516.

German (Pape)

[Seite 819] ἡ, der Buxbaum, das Buxbaumholz; Arist. mund. 6, 37 Theophr. u. A.; – bes. bemerkt wird die bleichgelbe Farbe des Buxbaumholzes, χροιὴ πύξου, Nic. Th. 516, πύξοιο χλόος, Al. 592.

Greek (Liddell-Scott)

πύξος: ἡ, τὸ «πυξάρι», Τουρκιστὶ «τσιμισίρ», τὸ δένδρον ἢ τὸ ξύλον αὐτοῦ, πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 37, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 5· ἀλλ’ ἦτο γνωστὸν καὶ τῷ Ὁμήρῳ τὸ δένδρον, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθ. πύξινος· τὸ δένδρον τοῦτο (πυξάρι) φύεται καὶ αὐξάνεται εἰς ἱκανὸν μέγεθος ἐν τῇ βορειοτέρᾳ Ἑλλάδι, Smith Prodr Fl. Gr. 2. 232· - παροιμ., πύξον εἰς Κύτωρον ἄγειν = γλαῦκας εἰς Ἀθήνας, πρβλ. τὸ παρ’ Ἄγγλοις «to carry coals to Newcastle», Εὐστ. 88. 3. ΙΙ. τὸ ἀνοικτὸν κίτρινον χρῶμα τοῦ ξύλου τῆς πύξου, Νικ. Ἀλεξ. φ. 592, Θ. 516· πρβλ. πύξινος. (Ἐν τῇ Λατ. τὸ π. γίνεται b, buxus, ἐναντίον τοῦ κανόνος, ἴδε Corssen Lat. Spr. 1. 127).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
buis arbrisseau.
Étymologie: DELG prob. emprunt, pê d’Asie Mineure.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πυξός, ο, Ν
1. κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους φυτών Buxus sempervirens του γένους βούξος, τα οποία είναι θάμνοι και μικρά δέντρα με ξύλο σκληρό και συμπαγές, από το οποίο κατασκευάζονταν οι αρχαίες πυξίδες, τα κουτιά για φύλαξη διαφόρων αντικειμένων
2. το ξύλο του φυτού αυτού, το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ξυλουργική
αρχ.
1. το ανοιχτόχρωμο χρώμα του ξύλου αυτού του φυτού
2. παροιμ. «πύξον εἰς Κύτωρον ἤγαγες» — λεγόταν για άτομα που ανέφεραν κάτι γνωστό ως σπουδαίο και καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης, όπως το αρμ. boys «φυτό» (< ΙΕ ρίζα bheu- «μεγαλώνω», πρβλ. λ. φύω). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα bheugh- «κάμπτω, λυγίζω». Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. pοkoso-ekee). Είναι αμφίβολο αν το λατ. buxus (απ' όπου τα: γαλλ. buis, γερμ. Buchse, αγγλ. box) είναι δάνειο από την Ελληνική ή αν πρόκειται για παράλληλα δάνεια].

Greek Monotonic

πύξος: ἡ, είδος θάμνου (πύξος) ή το ξύλο του πύξου, Λατ. buxus.

Russian (Dvoretsky)

πύξος: ἡ бот. букс, самшит (Buxus sempervirens) Arst.