συναπολάμπω: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναπολάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λάμπω]], [[εκπέμπω]] [[λάμψη]] από κοινού, σε Λουκ. | |lsmtext='''συναπολάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λάμπω]], [[εκπέμπω]] [[λάμψη]] από κοινού, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-απολάμπω samen blinken, samen stralen, met dat., met μετά + gen. met. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A shine forth together, τινι Luc.Dom.7; μετά τινος Id.Gall.13.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich glänzen, Luc. gall. 13.
Greek (Liddell-Scott)
συναπολάμπω: ἀπολάμπω, ἐκπέμπω ὁμοῦ λάμψιν, τὴν ὠλένην στιλπνοτέραν φαίνεσθαι συναπολάμπουσαν τῷ χρυσῷ Λουκ. π. Οἴκ. 7· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 13.
French (Bailly abrégé)
briller avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπολάμπω.
Greek Monolingual
Α
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπολάμπω «ακτινοβολώ»].
Greek Monolingual
Α
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπολάμπω «ακτινοβολώ»].
Greek Monotonic
συναπολάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω, εκπέμπω λάμψη από κοινού, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-απολάμπω samen blinken, samen stralen, met dat., met μετά + gen. met.