συρράπτω: Difference between revisions

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] μαζί, [[ράβω]] [[σφιχτά]], Λατ. [[consuo]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''συρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] μαζί, [[ράβω]] [[σφιχτά]], Λατ. [[consuo]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συρράπτω:''' <b class="num">1)</b> сшивать (δέρματα νεύρῳ Hes.);<br /><b class="num">2)</b> зашивать (τὴν νηδύν Her.; перен. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων Plat.);<br /><b class="num">3)</b> связывать, сочетать: σ. ἐπιθυμίας ἀπολαύσεσι Plut. связывать (свои) вожделения с наслаждениями, т. е. немедленно удовлетворять их.
}}
}}

Revision as of 04:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρράπτω Medium diacritics: συρράπτω Low diacritics: συρράπτω Capitals: ΣΥΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: syrráptō Transliteration B: syrraptō Transliteration C: syrrapto Beta Code: surra/ptw

English (LSJ)

   A sew or stitch together, δέρματα νεύρῳ βοός Hes.Op.544, cf. Hdt.2.86, 4.64, Sor.Fasc.46; τὴν ῥῖνα Hp.Morb.2.36; ῥῆγμα Archipp.38; [κοιλίαν], γαστέρα, IG42(1).122.18,33 (Epid., iv B.C.); σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων sew men's mouths up, i.e. stop their mouths, muzzle them, Pl.Euthd.303e; τὰς ἐπιθυμίας σ. ταῖς ἀπολαύσεσι bring appetites into connexion with enjoyment, i.e. gratify them immediately, Plu.2.565d; σ. ῥήματα πρὸς ἕκαστα Them.Or.21.252d; σ. Βάκχον μηρῷ sew him up in... Nonn.D.7.152.    II metaph., put together, compose, of a treatise, Phld.Ind.Sto.4 (Pass.); σ. τοιαῦτα form such machinations, dub. cj. for συνέγραψε in D.C.38.14.

Greek (Liddell-Scott)

συρράπτω: μέλλ. –ψω, ῥάπτω ὁμοῦ, Λατ. consuo, δέρματα νεύρῳ βοὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 542· οὕτως, Ἡρόδ. 2. 86., 4. 64· ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὸ ῥῆγμα σύρραψον τόδε Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 4· ἀτεχνῶς μὲν τῷ ὄντι ξύρραπτε τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων, κάμνε τα νὰ μὴ ὁμιλῶσι, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· ποθεῖ τὰς ἐπιθυμίας συρράψαι ταῖς ἀπολαύσεσι, νὰ τὰς συνάψῃ μετὰ τῶν ἀπολαύσεων, δηλ. νὰ ἐκπληροῖ αὐτὰς ἀμέσως, Πλούτ. 2. 565D· σ. τὶ πρός τι Θεμίστ. 252D· Βάκχον μηρῷ συνέρραφεν, δηλ. ὁ Ζεύς, Νόνν. Δ. 7. 152. ΙΙ. μεταφορ., σ. τοιαῦτα, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, πλέκω τοιαῦτα, Δίων Κ. 38. 14.

French (Bailly abrégé)

coudre ensemble.
Étymologie: σύν, ῥάπτω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ῥάπτω
1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.)
2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνωσυρράπτω τα φύλλα χαρτιού»)
3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη από διάφορες πηγές («εἴ τις ὀλίγα ἐκ τῆς γραφῆς συνερανίσαιτο ῥήματα καὶ ταῡτα συγκολλᾱν πειρῷτο ἀεὶ καὶ συρράπτειν πρὸς ἕκαστα», Θεμίστ.)
μσν.-αρχ.
μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
φρ. α) «ξυρράπτω τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων» — αποστομώνω τους ανθρώπους (Πλάτ.)
β) «συρράπτω τὰς ἐπιθυμίας ταῑς ἀπολαύσεσι» — ικανοποιώ τις επιθυμίες μου αμέσως (Πλούτ.).

Greek Monotonic

συρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω μαζί, ράβω σφιχτά, Λατ. consuo, σε Ησίοδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

συρράπτω: 1) сшивать (δέρματα νεύρῳ Hes.);
2) зашивать (τὴν νηδύν Her.; перен. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων Plat.);
3) связывать, сочетать: σ. ἐπιθυμίας ἀπολαύσεσι Plut. связывать (свои) вожделения с наслаждениями, т. е. немедленно удовлетворять их.