τρυσίβιος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῡσίβῐος:''' -ον ([[τρύω]]), αυτός που καταστρέφει την [[ζωή]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τρῡσίβῐος:''' -ον ([[τρύω]]), αυτός που καταστρέφει την [[ζωή]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῡσίβιος:''' (σῐ) делающий жизнь мучительной, причиняющий страдания ([[γαστήρ]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
[σῐ], ον, (tru/w)
A = τετρυμένον βίον ἔχουσα, γαστήρ Ar. Nu.421.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡσίβιος: -ον, (τρύω) ὁ καταπονῶν, κατατρύχων τὸν βίον, φειδωλοῦ καὶ τρυσιβίου γαστρός, «κεκολασμένης καὶ καταπονούσης τὸν βίον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 421.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui rend sa vie pénible.
Étymologie: τρύω, βίος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τρυσι- (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + -βιος (< βίος), πρβλ. σωσί-βιος].
Greek Monotonic
τρῡσίβῐος: -ον (τρύω), αυτός που καταστρέφει την ζωή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρῡσίβιος: (σῐ) делающий жизнь мучительной, причиняющий страдания (γαστήρ Arph.).