ὑποποιέω: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποποιέω:'''<b class="num">I.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από — Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[υποτάσσω]] σε εμένα, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παράγω]], [[προξενώ]] σταδιακά, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> σε Μέσ., [[κερδίζω]] με δολια τεχνάσματα, [[κατακτώ]], [[κερδίζω]] τη [[συμπάθεια]] κάποιου με δόλιο τρόπο, <i>τινά</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> σε Μέσ., [[προσποιούμαι]], [[παριστάνω]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὑποποιέω:'''<b class="num">I.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από — Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[υποτάσσω]] σε εμένα, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παράγω]], [[προξενώ]] σταδιακά, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> σε Μέσ., [[κερδίζω]] με δολια τεχνάσματα, [[κατακτώ]], [[κερδίζω]] τη [[συμπάθεια]] κάποιου με δόλιο τρόπο, <i>τινά</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> σε Μέσ., [[προσποιούμαι]], [[παριστάνω]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποποιέω:''' (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> подделывать, придавать (вид): ὑ. τί τινι Plut. подделывать что-л. подо что-л., приспособлять что-л. к чему-л.; τὸ [[σχῆμα]] καὶ προσηγορίαν τινὸς ὑποποιεῖσθαι Plut. принимать на себя чьи-л. функции и звание; τὴν Κάτωνος παρρησίαν ὑποποιούμενος Plut. подражая (в своих речах) откровенности Катона;<br /><b class="num">2)</b> постепенно создавать, исподволь внушать (ζῆλον καὶ συνήθειαν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. привлекать к себе, подчинять себе (τινα Dem., Arst., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A put under, assign to, Διόνυσον τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις Plu.2.671c:—Med., subject to oneself, Luc.Tox.13. 2 produce gradually, μύξαν Hp.Art.40; ζῆλον καὶ συνήθειαν Plu.Per.5. 3 Med., gain by underhand tricks, win by intrigue, win over, [τοὺς Λακεδαιμονίους] D.19.76, cf. Arist.Pol.1303b24, PSI5.452.12 (iv A. D.); [τοῖς χρήμασιν] ὑ. τινὰς ἐπί τινα Philostr.Her.10.6. II Med., assume, affect, put on, τὴν τοῦ Κάτωνος παρρησίαν Plu.Caes. 41, cf. Alex.5.
German (Pape)
[Seite 1229] 1) daruntermachen, darunter- od. einschieben, nachmachen, erkünsteln, Sp. – Med. sich aneignen, anmaßen, durch List und Ränke zu gewinnen suchen; ἵνα μὴ δι' ὑμῶν αὐτοὺς οἱ Φωκεῖς ὑποποιήσωνται Dem. 19, 76; Arist. pol. 5, 4 u. Sp.; auch erheucheln, τὴν τοῦ Κάτωνος παῤῥησίαν Plut. Caes. 41, vgl. Alex. 5. – 2) etwas heimlich od. allmälig thun, bewirken, verursachen, τινὰ λεληθότως ζῆλον Plut. Pericl. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποποιέω: ὑποβάλλω, ποιῶ τι ὑποκάτω ἑτέρου, ὑποτάσσω, Λατ. subjicere, τί τινι Πλούτ. 2. 671C. - Μέσ., ὑποτάσσω εἰς ἐμαυτόν, Λουκ. Τόξαρ. 13. 2) παράγω, προξενῶ κατὰ μικρόν, τι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805· «ὡς τῆς προσποιήσεως αὐτῆς τῶν καλῶν ὑποποιούσης τινὰ λεληθότως ζῆλον καὶ συνήθειαν» Πλουτ. Περικλ. 5. 3) ἐν τῷ μέσ., κερδαίνω διὰ δολίων μέσων, ἑλκύω πρὸς τὸ μέρος μου διὰ τεχνασμάτων, τινα Δημ. 365. 11, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 2 ὑπ. τοῖς χρήμασιν ἐπί τινα Φιλόστρ. 712. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀναλαμβάνω, προσποιοῦμαι, Λατ. simulare, τὴν τοῦ Κάτωνος παρρησίαν Πλουτ. Καῖσ. 41, πρβλ. Ἀλέξ. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre sous : τί τινι mettre une chose sous une autre;
Moy. ὑποποιέομαι-οῦμαι;
I. faire naître insensiblement, produire peu à peu, acc.;
II. soumettre à son pouvoir ; fig.
1 mettre sous sa dépendance, acc.;
2 chercher à gagner, séduire, capter, acc. ; avec ἐπί et l’acc. : entreprendre sur qqn, chercher à gagner qqn;
III. feindre, contrefaire, imiter, acc..
Étymologie: ὑπό, ποιέω.
Greek Monotonic
ὑποποιέω:I. βάζω κάτι κάτω από — Μέσ.,
1. υποτάσσω σε εμένα, σε Λουκ.
2. παράγω, προξενώ σταδιακά, σε Πλούτ.
3. σε Μέσ., κερδίζω με δολια τεχνάσματα, κατακτώ, κερδίζω τη συμπάθεια κάποιου με δόλιο τρόπο, τινά, σε Δημ.
II. σε Μέσ., προσποιούμαι, παριστάνω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποποιέω: (преимущ. pl.)
1) подделывать, придавать (вид): ὑ. τί τινι Plut. подделывать что-л. подо что-л., приспособлять что-л. к чему-л.; τὸ σχῆμα καὶ προσηγορίαν τινὸς ὑποποιεῖσθαι Plut. принимать на себя чьи-л. функции и звание; τὴν Κάτωνος παρρησίαν ὑποποιούμενος Plut. подражая (в своих речах) откровенности Катона;
2) постепенно создавать, исподволь внушать (ζῆλον καὶ συνήθειαν Plut.);
3) med. привлекать к себе, подчинять себе (τινα Dem., Arst., Luc.).