χρυσοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χρυσό χιτώνα, σε Ανθ.
|lsmtext='''χρῡσοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χρυσό χιτώνα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1)</b> в златотканной одежде ([[Θήβα]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> с золотистой корой или листвой ([[ἐλάη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:03, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοχίτων Medium diacritics: χρυσοχίτων Low diacritics: χρυσοχίτων Capitals: ΧΡΥΣΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: chrysochítōn Transliteration B: chrysochitōn Transliteration C: chrysochiton Beta Code: xrusoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A in coat of gold, gold-robed, θήβα Pi.Fr.195; Λυδοί Pisand. ap. Lyd.Mag.3.64; with rind of gold, ἐλάη AP6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1383] ωνος, mit, in goldenem Kleide, goldener Schaale, Rinde; Θήβα Pind. frg. 207; ἐλάη Philp. Thess. 20 (VI, 102).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ χρυσοῦν περιβεβλημένος χιτῶνα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 207· ἔχων φλοιὸν χρυσοῦν ἢ χρυσίζοντα, ἐλάη Ἀνθ. Π. 6. 102.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
1 à la tunique d’or;
2 à l’écorce d’or ou d’un jaune d’or.
Étymologie: χρυσός, χιτών.

English (Slater)

χρῡσοχῐτων
   1 with golden tunic εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα, Θήβα fr. 195.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», Πίνδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει επιφάνεια η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... χρυσοχίτων' ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ.
β. «χρυσοχίτων αἴθουσα», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. σιδηρο-χίτων].

Greek Monotonic

χρῡσοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χρυσό χιτώνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1) в златотканной одежде (Θήβα Pind.);
2) с золотистой корой или листвой (ἐλάη Anth.).