ἄδμητος: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄδμητος:''' (только f)<br /><b class="num">1)</b> неприрученный, неукрощенный ([[βοῦς]], [[ἵππος]], ἡμίος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> девственная, незамужняя ([[παρθένος]] HH, Aesch.; [[Ἄρτεμις]] Soph.). | |elrutext='''ἄδμητος:''' (только f)<br /><b class="num">1)</b> неприрученный, неукрощенный ([[βοῦς]], [[ἵππος]], ἡμίος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> девственная, незамужняя ([[παρθένος]] HH, Aesch.; [[Ἄρτεμις]] Soph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=poet. for [[ἀδάματος]]<br /><b class="num">1.</b> in Hom. only in fem. and of [[cattle]], [[unbroken]], βοῦν ἀδμήτην, ἢν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν [[ἀνήρ]] Il.; ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην Il.<br /><b class="num">2.</b> like [[ἀδμής]], [[unwedded]], of maidens, Hhymn. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 9 January 2019
English (LSJ)
η, ον, poet. for ἀδάματος, in Hom. only in fem. and of cattle,
A unbroken, βοῦν ἦνιν . . ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.10.293, Od.3.383; ἵππον . . ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266; ἡμίονον ib.655. 2 unwedded, of maidens, παρθένῳ ἀδμήτῃ h.Ven.82, cf. 133, A.Supp.149; of Artemis, τὰν αἰὲν ἀδμήταν S.El.1239 (lyr.); of Atalanta, τῆς πρόσθεν ἀ. Id.OC1321.
German (Pape)
[Seite 36] η, ον, dasselbe, Hom. nur accus. sing. fem., ἡμίονος Il. 23, 655, βοῦς 10, 293 Od. 3, 383, ἵππος Iliad. 23, 266; unvermählt, Aesch. Suppl. 140; Ἄρτεμις Soph. El. 1231 O. C. 1323.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδμητος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀδάματος, παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ θηλ. καὶ ἐπὶ κτηνῶν, ἀδάμαστος, βοῦν ἦνιν ... ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν ἤγαγεν ἀνήρ, Ἰλ. Κ. 293, Ὀδ. Γ. 383· ἵππον ... ἑξέτε ‘ἀδμήτην, βρέφος ... κυέουσαν, Ἰλ. Ψ. 266· ἡμίονον ... ἑξέτε’ ἀδμήτην, ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι, αὐτόθι 655. 2) ὡς τὸ ἀδμής, ἀνύπανδρος, ἐπὶ νεανίδων, παρθένῳ ἀδμήτῃ, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 82· πρβλ. 133, Αἰσχύλ. Ἱκ. 149· περὶ τῆς Ἀρτέμιδος· τὰν αἰὲν ἀδμήταν, Σοφ. Ἠλ. 1239, περὶ τῆς Ἀταλάντης, τῆς πρόσθεν ἀδμήτης, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1321. ΙΙ. Ἄδμητος, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ὅμ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 indompté;
2 vierge.
Étymologie: ἀ, δάμνημι.
English (Autenrieth)
unbroken, not yet brought under the yoke.
Greek Monotonic
ἄδμητος: -η, -ον,
1. ποιητ. αντί ἀδάματος· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, αχαλιναγώγητος, αδάμαστος· βοῦν ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν, ἤγαγεν ἀνήρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην, στον ίδ.
2. όπως το ἀδμής, λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἄδμητος: (только f)
1) неприрученный, неукрощенный (βοῦς, ἵππος, ἡμίος Hom.);
2) девственная, незамужняя (παρθένος HH, Aesch.; Ἄρτεμις Soph.).
Middle Liddell
poet. for ἀδάματος
1. in Hom. only in fem. and of cattle, unbroken, βοῦν ἀδμήτην, ἢν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.; ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην Il.
2. like ἀδμής, unwedded, of maidens, Hhymn.