μεταληπτικός: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(3) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metaliptikos | |Transliteration C=metaliptikos | ||
|Beta Code=metalhptiko/s | |Beta Code=metalhptiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">capable of partaking of</b>, c. gen., <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span>39</span>; ἀρσενικοῦ γένους <span class="bibl">Eust.26.31</span>; <b class="b3">τὸ μ</b>. <b class="b2">capability of receiving form</b>, Platonic name for <b class="b3">ὕλη</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>209b12</span>, <span class="title">Placit.</span>1.19.1. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">reversed, 'translated</b>', κίνησις <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>7.14</span>; <b class="b3">τάσις, ἔντασις</b>, Id.10.443, 18(2).506. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">capable of partaking of</b>, c. gen., <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span>39</span>; ἀρσενικοῦ γένους <span class="bibl">Eust.26.31</span>; <b class="b3">τὸ μ</b>. <b class="b2">capability of receiving form</b>, Platonic name for <b class="b3">ὕλη</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>209b12</span>, <span class="title">Placit.</span>1.19.1. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">reversed, 'translated</b>', κίνησις <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>7.14</span>; <b class="b3">τάσις, ἔντασις</b>, Id.10.443, 18(2).506. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[concerning]] or [[involving]] μετάληψις 11.4. Adv. -κῶς <span class="bibl">Trypho <span class="title">Trop.</span>5</span>, <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>26</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>18</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[involving]] μετάληψις <span class="bibl">11.5</span>, προβλήματα <span class="bibl">Syrian.<span class="title">in Hermog.</span>2.153</span> R.; <b class="b3">τρόποι</b> Aps.<span class="bibl">p.249</span> H.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:10, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of partaking of, c. gen., Porph.Chr.39; ἀρσενικοῦ γένους Eust.26.31; τὸ μ. capability of receiving form, Platonic name for ὕλη, Arist.Ph.209b12, Placit.1.19.1. II reversed, 'translated', κίνησις Gal.UP7.14; τάσις, ἔντασις, Id.10.443, 18(2).506. III concerning or involving μετάληψις 11.4. Adv. -κῶς Trypho Trop.5, Heraclit.All.26, Sch.Ar.Pl.18. 2 involving μετάληψις 11.5, προβλήματα Syrian.in Hermog.2.153 R.; τρόποι Aps.p.249 H.
German (Pape)
[Seite 148] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur μετάληψις gehörig, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
μεταληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μεταλαμβάνειν· τὸ μεταληπτικόν, ἡ δύναμις τοῦ λαμβάνειν σχῆμά τι, Πλατωνικὸν ὄνομα τῆς ὕλης, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 3, Πλούτ. 2. 884Α. ΙΙ. ὁ ἐκ περιτροπῆς γινόμενος, κίνησις, τάσις, ἔντασις Γαλην. 3. 573., 10. 443., 18. 2, 506. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετάληψιν (ΙΙ. 4), Εὐστ. 26. 31· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut participer, qui participe à, gén..
Étymologie: μεταληπτός.
Greek Monolingual
μεταληπτικός, -ή, -όν (ΑM) μεταλαμβάνω
αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο μέτοχος δύο κατηγοριών («τὰ εἰς -ις θηλυκά ὀξύτονα εἰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάσσει τὸ θηλυκὸν μόνον γένος..., εί δὲ μεταληπτικὰ γίνονται καὶ ἀρσενικοῡ γένους», Ευστ.)
3. σχετικός με την αντίρρηση, με την ανταπάντηση
4. ο αναφερόμενος στη χρήση λέξεων με διαφορετική σημασία, αλληγορικός. Επιρρ. μεταληπτικῶς (Α)
με συμμετοχή, συμμετοχικώς.
Russian (Dvoretsky)
μεταληπτικός: (со)причастный: τῆς ὕλης μ. Plut. материальный.