ψευδώνυμος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(4b) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ψευδώνῠμος:''' ложно именуемый ([[φιλόσοφος]], τιμαί Plut.; [[γνῶσις]] NT): Ὑβριστὴς ποταμὸς οὐ ψ. Aesch. река, недаром называющаяся Гибристом («Яростной»). | |elrutext='''ψευδώνῠμος:''' ложно именуемый ([[φιλόσοφος]], τιμαί Plut.; [[γνῶσις]] NT): Ὑβριστὴς ποταμὸς οὐ ψ. Aesch. река, недаром называющаяся Гибристом («Яростной»). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψευδώνυμος -ον [ψευδής, ὄνομα] met valse naam, ten onrechte... genoemd. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A under a false name, falsely called, Ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον A.Pr. 717; πανδίκως ψ. Id.Th.670; οὔνομα δ' Εὐτυχίδης· ψευδώνυμον ἀλλά με δαίμων θῆκεν ἀφαρπάξας IG3.1308; ψ. θεοί Ph.2.161, cf. 2.599; ψ. γνῶσις 1 Ep.Ti.6.21; φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψ. Plu.2.479e; opp. ἀληθής, τὸ μεριστὸν ψ. Dam.Pr.399. Adv. -μως by a false name, ψ. σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν A.Pr.85, cf. Them.Or.2.30a.
German (Pape)
[Seite 1396] von, mit, unter falschem, erdichtetem Namen, oder seinen Namen mit Unrecht führend, Aesch. Prom. 719 Spt. 652. – Adv. ψευδωνύμως, Aesch. Prom. 85.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων ψευδὲς ἢ πλαστὸν ὄνομα, ψευδῶς ὀνομασθείς, Ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον Αἰσχύλ. Πέρσ. 717· πανδίκως ψ. ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 670· πρβλ. Π. παράρτ. 305· ψ. θεοὶ Φίλων 2. 161· ψ. γνῶσις Α΄ ἐπιστ. πρὸς Τιμ. Ϛ΄, 25· φιλόσοφος ψ. Πλούτ. 2. 220C· φιλοσοφία Ἰουστῖν. Μάρτ. 33Α. Ἐπίρρ. -μως, μὲ ψευδὲς ὄνομα, ψ. σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν Αἰσχύλ. Πρ. 85.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte ou se donne un faux nom.
Étymologie: ψευδής, ὄνομα.
English (Strong)
from ψευδής and ὄνομα; untruly named: falsely so called.
English (Thayer)
ψευδωνυμον (ψεῦδος (ψευδής, rather) and ὄνομα), falsely named (A. V. falsely so called): Aeschylus, Philo, Plutarch, Sextus Empiricus)
Greek Monolingual
-η, -ο / ψευδώνυμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φέρει ή χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα ή αυτός που ονομάζεται εσφαλμένα από άλλους με όνομα το οποίο δεν του ανήκει (α. «ψευδώνυμο νομοσχέδιο» β. «φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψευδώνυμος», Πλούτ.
γ. «ἥξεις δ' ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον», Αισχύλ)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ψευδώνυμο
πλαστό όνομα ή ονοματεπώνυμο που χρησιμοποιούν συνήθως οι καλλιτέχνες και συγγραφείς, αλλά και άλλες κατηγορίες ατόμων, αντί του πραγματικού τους ονόματος.
επίρρ...
ψευδωνύμως ΝΜΑ
με ψεύτικο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ομ-ώνυμος)].
Greek Monotonic
ψευδώνῠμος: -ον (ὄνομα), αυτός που έχει ψεύτικο, πλαστό όνομα, ψευδώς ονομαζόμενος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως, με ψεύτικο όνομα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδώνῠμος: ложно именуемый (φιλόσοφος, τιμαί Plut.; γνῶσις NT): Ὑβριστὴς ποταμὸς οὐ ψ. Aesch. река, недаром называющаяся Гибристом («Яростной»).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδώνυμος -ον [ψευδής, ὄνομα] met valse naam, ten onrechte... genoemd.