ἀπόπλυμα: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(1) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apoplyma | |Transliteration C=apoplyma | ||
|Beta Code=a)po/pluma | |Beta Code=a)po/pluma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">water in which anything has been diluted</b> or | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">water in which anything has been diluted</b> or [[dissolved]], <b class="b3">ἀ. κηρίων</b> [[mead]], ἀ. τιτάνου <b class="b2">lime-water</b>, <span class="bibl">D.S.5.26</span>,<span class="bibl">28</span>; κρεῶν <span class="bibl">Sor.1.59</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:00, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A water in which anything has been diluted or dissolved, ἀ. κηρίων mead, ἀ. τιτάνου lime-water, D.S.5.26,28; κρεῶν Sor.1.59.
German (Pape)
[Seite 319] τό, das Abgespülte, Spülwasser, Sp. τιτάνου, Kalkwasser, D. Sic. 5, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπλῠμα: τό, ὕδωρ ἐν ᾧ ἐπλύθη ἢ διελύθη τι, ἀπόπλυμα κηρίων, ὑδρομέλι, ἀπόπλυμα τιτάνου, ἀσβεστόνερον, Διόδ. 5. 26, 28.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
agua donde se ha lavado o desleído, agua de ὡς ἀποπλύματα κρεῶν νεοσφαγῶν de deyecciones, Archig.p.70L., cf. Sor.44.8, ἀ. τιτάνου agua calcárea D.S.5.28, τὰ κηρία πλύνοντες τῷ τούτων ἀποπλύματι χρῶνται lavando los panales, se sirven del líquido que sueltan D.S.5.26, τὸ ἀπόπλυμα τοῦ πίνακος ἐπιχέασα αὐτῇ habiéndole arrojado el agua de fregar del barreño Pall.H.Laus.34.7.
Greek Monolingual
το (AM ἀπόπλυμα)
το ακάθαρτο νερό που προέρχεται από το πλύσιμο
νεοελλ.
(για άνθρωπο) υποδεέστερος, παρακατιανός
αρχ.
νερό στο οποίο έχει διαλυθεί κάτι, διάλυμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπλῠμα: ατος τό помои: τὰ τῶν κηρίων ἀ. Diod. вода, которой были сполоснуты соты; τιτάνου ἀ. Diod. известковая вода.