ὁμογάστριος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁμογάστριος:''' единоутробный ([[κασίγνητος]] Hom.): ὁ. Ἓκτορος Hom. единоутробный брат Гектора. | |elrutext='''ὁμογάστριος:''' единоутробный ([[κασίγνητος]] Hom.): ὁ. Ἓκτορος Hom. единоутробный брат Гектора. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁμο-γάστριος, ον, [[γαστήρ]]<br />from the [[same]] [[womb]], [[born]] of the [[same]] [[mother]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A from the same womb, born of the same mother, uterine, κασίγνητος ὁ. Il.24.47 ; ὁ. Ἕκτορος 21.95 ; ἀδελφή BGU405.5 (iv A. D.) ; νύμφαι Man.6.118 ; μίασμα Hld.7.5.
German (Pape)
[Seite 333] aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; κασίγνητος, Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; εὐνή, Maneth. 5, 206.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμογάστριος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς γαστρός, ὁ τεχθεὶς ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, ὁμομήτριος, κασίγνητος ὁμ. Ἰλ. Ω. 47· ὁμ. Ἔκτορος Φ. 95· πρβλ. ὁγάστριος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né du même sein.
Étymologie: ὁμός, γαστήρ.
English (Autenrieth)
(γαστήρ): κασίγνητος, own brother, by the same mother. (Il.)
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὁμογάστριος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα με κάποιον άλλο, ομομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ετερο-γάστριος].
Greek Monotonic
ὁμογάστριος: -ον (γαστήρ), αυτός που βγήκε από την ίδια κοιλιά, που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμογάστριος: единоутробный (κασίγνητος Hom.): ὁ. Ἓκτορος Hom. единоутробный брат Гектора.
Middle Liddell
ὁμο-γάστριος, ον, γαστήρ
from the same womb, born of the same mother, Il.